Ήθη και Έθιμα
ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ
Θα παραθέσουμε παρακάτω τους σπουδαιότερους σταθμούς της ζωής από λαογραφική άποψη τα έθιμα τις αντιλήψεις και δεισιδαιμονίες τις σχετικές με τη γέννηση, το γάμο και το θάνατο. Τα τρία αυτά ακραία στάδια του τριγωνικού σχήματος της ζωής και μαζί τις τρεις ώρες των οικογενειακών «τελετουργιών».
Τέλος θα αναφέρουμε τα σπουδαιότερα ήθη και έθιμα τα σχετικά με τις θρησκευτικές γιορτές και τις εποχές του χρόνου.
«Από λαογραφική πλευρά ότι γραφικό χαιρόμαστε σήμερα στα υπολείμματα της ζωής των ορεινών, από την πέτρινη αρχιτεκτονική ως και τα ανόθευτα οικογενειακά έθιμα και από τη γαλακτοκομία ως και το αρνί της Λαμπρής είναι ελληνικοί τρόποι ζωής που αναπτύχθηκαν στα βουνά με αυτονομία και ελεύθερη εξέλιξη και που μας κληρονόμησαν οι αιώνες έναν παραδοσιακό πολιτισμό, παρά τη μακραίωνη τουρκοκρατία.
ΓΕΝΝΗΣΗ
Όταν μια γυναίκα μείνει έγκυος παίρνει διάφορες προφυλάξεις για μια καλή γέννα «Η καλή ξελευτεριά» είναι το όνειρο και η επιθυμία κάθε εγκυμονούσας, κι’ αυτή την ευχή την εύχονται γνωστοί και φίλοι. Η έγκυος φυλάγεται να μη σηκώνει βάρη, να μη δρασκελίσει τριχιά (σχοινί) και βγει μπερδεμένο το παιδί, να μη φάει αλάλητο κόκορα και γεννήσει παιδί κωφάλαλο (μούτο) και να μη παρακολουθήσει κηδεία. Ονόματα που λένε για την εγκυμονούσα «γκαστρωμένη φορτωμένη, σ’ άλλη αράδα, έφαγε φασούλια.»
Η γέννηση στα παλιά χρόνια γινότανε, με τη βοήθεια μιας ηλικιωμένης γυναίκας με μεγάλη πείρα. Πολλές φορές έτυχε να γεννήσουν όταν εργάζονταν στα χωράφια. Τις πρώτες περιποιήσεις του βρέφους και της λεχώνας τις έκανε η μαμή. Όταν υπήρχε δυστοκία πήγαινε ένα συγγενικό πρόσωπο και άνοιγε την ωραία πύλη (την Άγια Μόθρα) της εκκλησίας.
Μετά την γέννηση παίρνουν από τον Παπά Ευχολονέρι. Με το διαβασμένο αυτό νερό πλένεται η μαμή η λεχώνα και το παιδί. Η λεχώνα δεν επιτρέπεται να κοιτάξει σε καθρέπτη. Σκεπάζουν και τα παράθυρα για να μη βλέπει τα βουνά και «ραγίσουν». Όταν νυχτώσει για να μπει ένα πρόσωπο στο δωμάτιο της λεχώνας πρέπει να περάσει επάνω από φωτιά. Επάνω της η λεχώνα έχει για φυλαχτό λίγο «σκρούμπο» (σκόνη από καμένο μάλλινο ύφασμα). Για να θρέψει ο ομφαλός του παιδιού δένουν στη μέση του ένα ύφασμα με σκρούμπο. Για να μη συγκαίγεται το παιδί μεταχειρίζονταν στα παλιά χρόνια το σκρούμπο ή σκόνη από σαρακοφαγομένο ξύλο. Μετά από 40 ημέρες η λεχώνα πηγαίνει στην εκκλησία για να πάρει την ανάλογη θρησκευτική ευχή.
ΓΑΜΟΣ
Οι περισσότεροι οι γάμοι γίνονται με συνοικέσιον, χωρίς βεβαίως να λείπουν και οι περιπτώσεις γάμου από αγάπη. Η κοινωνική και οικονομική κατάσταση παίζουν σημαντικό ρόλο στη σύναψη του συνοικεσίου. «Πάρε νύφ από σπίτ’ και σκύλ’ από μαντρί». Προσόντα του άντρα είναι η λεβεντιά η εξυπνάδα και η εργατικότητα και για τη γυναίκα η ομορφιά, η σωματική υγεία η νοικοκυροσύνη και η τιμή.
Αρραβώνες η Συβάσματα
Οι αρραβώνες που λέγονται και συβάσματα ορίζονται από το σόϊ του γαμπρού και γίνονται Σαββατόβραδο ή την παραμονή μεγάλης γιορτής στο σπίτι του γαμπρού για να αλλάξουν τα «δαχτυλίδια». Την αλλαγή των αρραβώνων ακολουθεί φαγοπότι και γίνεται ένα πραγματικό γλέντι μέχρι το πρωί. Η νύφη δίνει δώρα στους συγγενείς του γαμβρού «μαντηλώματα» που είναι συνήθως κάλτσες (τσιρέπια) κι’ αυτοί προσφέρουν στη νύφη «κεράσματα» ασημένια νομίσματα.
Το Πάσχα ο γαμπρός έχει υποχρέωση να στείλει δώρο στην αρραβωνιαστικιά απαραίτητα την Πασχαλινή λαμπαδα, άσπρη και με άσπρο φιόγκο. Ξεχωρίζει η αρραβωνιασμένη από αυτή τη χαρακτηριστική λαμπάδα.
Ο γάμος γίνεται συνήθως Κυριακή. Στην πραγματικότητα ο γάμος αρχίζει «κινάει» από τη Δευτέρα και τελειώνει την άλλη Δευτέρα. Από αυτό βγήκε και η παροιμία «κίνσι ου γάμους». Όταν «κινήσει» ο γάμος τίποτα δεν μπορεί να τον σταματήσει.
Τη Δευτέρα ο γαμπρός πηγαίνει στο μύλο να αλέσει το σιτάρι για τα ψωμιά του γάμου. Στο μυλωνά πηγαίνει δώρο μια κουλούρα ψωμί και μία τσιότρα κρασί. Σταματούν τα άλλα αλέσματα για να αλεστεί το στάρι του γαμπρού. Ο Μυλωνάς δεν το «ξαγιάζει» δηλαδή δεν παίρνει το αλεστικό του δικαίωμα, (για να προκόψει το ζευγάρι).
Τη τετάρτη οι συγγενείς του γαμπρού φέρνουν ξύλα από το δάσος για τις ανάγκες του γάμου. Τα κορίτσια φέρνουν και ένα χλωρό κλαρί που το βάζουν στη πόρτα του γαμπρού. Το βράδυ της ίδιας μέρας οι συγγενείς και φίλοι συγκεντρώνονται στο σπίτι του γαμπρού για να αναπιασουν τα προζύμια, Στο ζύμωμα παίρνουν μέρος δύο αγόρια και ένα κορίτσι που να έχουν στη ζωή πατέρα και μάνα. Επάνω στα αγόρια βάζουν το λουρί του οργώματος και κρεμούν τη σιδερένια ξύστρα για αλέτρι, γιατί έτσι ο γαμπρός θα είναι «σιδερένιος». Τα αγόρια και τα κορίτσια λένε το τραγούδι :
Ανάχλια ανάχλια τα νερά κι’ αφράτα τα προζύμια.
Κόρη ξανθή τα ζύμωνε με μάνα και πατέρα.
Ευχήσου με πατέρα μου στα πρώτα μου προζύμια
Ευχήσου με μητέρα στα πρώτα μου προζύμια.
Με την ευχή παιδάκι μου να ζήσεις να προκόψεις
Οι συγγενείς ρίχνουν στην «Πυκνάδα» νομίσματα. Ο γαμπρός είναι εκεί κοντά και οι φίλοι του τον πασαλείφουν με αλεύρι και προζύμια χάριν αστεϊσμού. Τα ψωμιά του γάμου τα ζυμώνει κοπέλα που έχει στη ζωή πατέρα και μάνα. Τότε λένε και το τραγούδι :
Κύριε μ’ του ποιος το κάνει τούτον το νιο το γάμο
Τούτον το νιο το γάμο με σύκα με σταφίδες.
Με σύκα με σταφίδες με την αγάπη μέσα.
Την Πέμπτη το απόγευμα συγγενείς του γαμπρού συνήθως τρία άτομα πηγαίνουν στη νύφη τα «καλούδια» δηλαδή τα δώρα του γάμου. Τσάντα, ομπρέλα κάλτσες παντόφλες και καλλυντικά. Στα παλιά χρόνια ο γαμπρός πήγαινε δώρα φέσι ή τσίπα με κουκάκια και οκνά για τα Οκνάδια της νύφης. Οκνάς ήταν μία σκόνη καφέ – ξανθή την οποία διέλυαν μέσα σε κρασί και με αυτή οι φιλενάδες της νύφης έβρεχαν τα μαλλιά τους. Τότε έλεγαν στη νύφη το τραγούδι :
«Έβγα περδικούλα μου να δεις το τι σου φέρνουμε
σου φέρνουμε λουλούδια και καλούδια.»
Την Παρασκευή το βράδυ στο σπίτι της νύφης γίνονται τα Οκνάδια στα οποία γλεντούν μόνον οι συγγενείς της και οι φιλενάδες της. Οι φιλενάδες παλιότερα έβαζαν οκνά στα μαλλιά. Από τη σκόνη αυτή πήραν και την ονομασία Οκνάδια.
ΚΑΛΕΣΜΑΤΑ
Την Παρασκευή τόσο ο γαμπρός, όσο και η νύφη στέλνουν ένα αγόρι με μια κόφα (Τσιότρα) γεμάτη με κρασί και στολισμένη με λουλούδια συνήθως μαντζουράνες ή άλλα λουλούδια της εποχής για να προσκαλέσουν τους χωριανούς στο γάμο με τη φράση : Ο γαμπρός ή η νύφη σας καλεί στο γάμο. Ο προσκαλούμενος παίρνει στα χέρια τη κόφα «ρουφά λίγο κρασί» και εύχεται. Η ώρα η καλή καλορίζικα καλά στέφανα. Τους στενούς συγγενείς τους καλούν δύο φορές, αυτό σημαίνει ότι είναι καλεσμένοι και στο τραπέζι του γάμου.
ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ
Την Κυριακή οι καλεσμένοι του γαμπρού αποτελούν τη γαμήλια πομπή που λέγεται συμπεθεριό. Λίγο πιο μπροστά από το συμπεθεριό στο σπίτι της νύφης πηγαίνουν οι κουλουριαραίοι. Είναι συνήθως 2 – 3 άτομα καβάλα σε μουλάρια ή άλογα. Αυτοί εκτός από την κουλούρα δίνουν στη νύφη να φορέσει τα νυφικά της παπούτσια. Στο ένα παπούτσι βάζουν λίγο κρασί και νομίσματα. Η νύφη πίνει λίγο κρασί και κρατάει τα νομίσματα. Η κουλούρα της νύφης έχει μέσα νομίσματα. Τη χωρίζουν στη μέση πάνω στο κεφάλι. Τη μισή τη παίρνει η μάνα της νύφης και την υπόλοιπη οι κουλουριαραίοι. Οι νεόνυμφοι απαγορεύεται να φάνε από την κουλούρα αυτή. Όταν γυρνούν στο σπίτι του γαμπρού οι κουλουριαραίοι, ξεκινά το συμπεθεριό μαζί με τον κουμπάρο για το σπίτι της νύφης.
Τον κουμπάρο ο γαμπρός το παίρνει από το σπίτι του με τα όργανα. Στα παλιά χρόνια μπροστά από το συμπεθεριό πήγαινε ένα αγόρι που κράταγε το φλάμπουρο. Ήταν ένα κοντάρι ξύλινο περίπου 2 μέτρα που στη κορυφή είχε ένα σταυρό, στις άκρες του σταυρού έμπηχναν από ένα μήλο και κρεμούσαν ένα παρδαλό μεταξωτό ύφασμα. Όταν ετοίμαζαν το φλάμπουρο έλεγαν το τραγούδι :
Τ’ έχεις καϋμένε φλάμπουρε και δε κινάς να φύγεις
τους συμπεθέρους καρτερώ και το γαμπρό να έρθει
Ο τελευταίος που χρησιμοποίησε φλάμπουρο στο γάμο του ήταν ο Χρυσόστομος Συντήλας, το έτος 1930.
Η νύφη προτού αναχωρήσει από το πατρικό της πετά προς τα πίσω ένα μήλο, που μέσα είχε μπηγμένα νομίσματα. Γινότανε γερό σπρωξίδι ποιος θα πάρει το μήλο. Οι καλεσμένοι για την αναχώρηση της νύφης από το σπιτικό της λένε το τραγούδι.
Μια Παρασκευή κι’ ένα Σάββατο βράδυ
Μάνα μ’ έδιωχνε από το πατρικό μου
κι’ ο πατέρας μου κι’ αυτός μου λέγει φεύγα
παίρνω ένα στρατί στρατί και μονοπάτι…
Όταν η γαμήλια πομπή φτάνει στο σπίτι του γαμπρού, η νύφη κάνει τις παρακάτω ενέργειες:
Αλείφει την εξώπορτα με βούτυρο σε τρεις μεριές. Πίνει λίγο κρασί που μέσα βάζουν βασιλικό και κλωτσά τα παλιά κατσαρόλια που βάζουν στο κατώφλι της θύρας. Τότε η πεθερά βγάζει το μαυρομάντηλο που φορά στο κεφάλι και τραβά γαμπρό και νύφη μέσα στο σπιτικό. Στην πλατεία του χωριού γίνεται ο χορός με νταούλια και βιολιά για να χορέψουν οι καλεσμένοι. Όλο το χωριό παρατάει κάθε δουλειά και τρέχει να καμαρώσει το γαμπρό και τη νύφη και να γλεντήσει.
Γι’ αυτό βγήκε και η παροιμία «θ’ αφήσουμε το γάμο να πάμε για πουρνάρια;»
Πρώτος σέρνει το χορό ο κουμπάρος (νουνός) που έχει και το γενικό πρόσταγμα στο γάμο. Στο νουνό λέγουν το παρακάτω τραγούδι :
Απ’ την Πόλη κι’ ως τη Σύρα Τέτοιον κυρ’ νουνό δεν είδα.
Όταν η νύφη μπαίνει στο χορό λέγουν το τραγούδι :
Σαν μπήκ’ η νύφη στο χορό πως σιέται πως λυγίζεται
πως σιέται, πως λυγίζεται πως βεργογκαγκελίζεται…
κι’ απ’ το φλουρί δε φαίνεται.
Στο σπίτι του γαμπρού το βράδυ γίνεται τρικούβερτο γλέντι.
Τη δευτέρα το πρωί η νύφη με τα όργανα πηγαίνει στη βρύση να πάρει νερό και εύχονται όπως τρέχει η βρύση έτσι να τρέχουν τα καλά του ζευγαριού. Η νύφη δίνει δώρα και μαντηλώνει τους στενούς συγγενείς του γαμπρού και τα καλύτερα δώρα τα δίνει στον πεθερό και την πεθερά. Όταν η νύφη παίρνει κεράσματα από τους συγγενείς τους φιλά το χέρι. Νύφη που περνά καβάλλα μέσα από την πλατεία του χωριού «μ’σοχώρι» πρέπει να σταματήσει και να κάνει τρεις υποκλίσεις «προσκύνημα».
Γι’ αυτό βγήκε κι’ η παροιμία «σαν ξαναγίνω νύφη ξέρω πως προσκυνάνε.»
Γνωστή ευχή στους νεόνυφμους στα στέφανα ”πέντε αγόρια και μια τσιούπρα”. Μερικοί δίνουν και κανένα ”μπάτσο” στο γαμπρό.
Παράδοση της προίκας
Μαζί με τη νύφη γίνεται και η παράδοση της προίκας σε συγγενικό πρόσωπο του γαμπρού. Πάνω στα προικιά κάθονται δύο τρία αγόρια και ο συγγενής του γαμπρού δίνει χρήματα στα παιδιά κι’ ύστερα παραλαμβάνει την προίκα. Η μεταφορά γίνεται με άλογα ή μουλάρια. Στα καπίστρια των ζώων δένουν από ένα μαντήλι.
ΤΑ ΠΙΣΤΡΟΦΙΑ Η ΓΥΡΙΣΜΑΤΑ
Την πρώτη Κυριακή μετά το γάμο οι νεόνυμφοι επισκέπτονται το σπιτικό της νύφης τρώγουν το μεσημέρι και το απόγευμα κάνουν επισκέψεις στα συγγενικά και φιλικά σπίτια. Οι συγγενείς βάζουν στη τσέπη του γαμπρού ρεβίθια και βαμβάκι. Ρεβίθια για να κάνουν αγόρια και βαμπάκι για ν’ ασπρίσουν, να γεράσουν. Οι στενοί συγγενείς δίνουν δώρο έναν άσπρο κόκορα ή ένα πιάτο.
Τα παραπάνω έθιμα του γάμου γινότανε την προπολεμική εποχή και στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Σιγά σιγά πολλά από αυτά ατόνησαν, από τις νέες συνθήκες ζωής που επικράτησαν.
ΘΑΝΑΤΟΣ
Όπως είναι γνωστό θάνατος λέγεται ο αποχωρισμός της ψυχής από το σώμα. Στο χωριό θεωρούν κακά σημάδια για τη ζωή του ανθρώπου τα παρακάτω περιστατικά.
Όταν λαλήσει η κουκουβάγια επάνω ή κοντά στο σπίτι
Όταν η κότα λαλήσει σα πετεινός.
Όταν ουρλιάζει το σκυλί του σπιτιού.
Όταν κοντά στο σπίτι λαλήσει χαροπούλι
Όταν βλέπει κανείς άσχημα όνειρα π.χ. ότι πήρε φωτιά το σπίτι του, ότι έπεσε μία πλευρά ή το τζάκι του σπιτιού, ότι βγάζει δόντι και πονάει κλπ.Όταν ξεχάσει η νοικοκυρά να ρίξει αλάτι στο ψωμί που ζύμωσε. Οι άρρωστοι ηλικιωμένοι «όταν καταλάβουν» ότι πλησιάζει το τέλος τους καλούν κοντά τους τα παιδιά και τα εγγόνια και τους δίνουν τη στερνή ευχή τους. Μερικοί πριν ξεψυχήσουν καλούν πρόσωπα που τυχόν αδίκησαν ή εζημίωσαν και ζητούν τη συγχώρεση τους για να φύγουν με τη ψυχή καθαρή. Οι γέροντες ζούνε με την ελπίδα να έχουν καλά γεράματα «καλά στερνά» να μη πέσουν άρρωστοι για πολύ χρόνο και δώσουν βάρος στα παιδιά τους. Είχαν γι’ αυτό την παρακάτω ευχή :
Ν’ αρρώσταινα Παρασκευή, να πέθαινα Σαββάτο και να με θάψουν Κυριακή για νά ‘ναι ο κόσμος όλος
Όταν ο άρρωστος υποφέρει και αγωνίζεται μέχρι να βγει η ψυχή του λένε πως ψυχομαχάει, χαροπαλεύει αγγελοκρούεται. Η οικογένεια όταν βλέπει ότι ο άρρωστος κινδυνεύει να πεθάνει φωνάζουν τον παπά να τον μεταλάβει «κοινωνήσει». Μόλις ξεψυχίσει ο άρρωστος ανοίγουν πορτοπαράθυρα για να βγει ο χάρος έξω. Στέλνουν ένα παιδί να βαρέσει νεκρικά τη καμπάνα του χωριού. Έτσι ειδοποιούνται οι χωρικοί ότι κάποιος πέθανε. Ύστερα κλείνουν τα μάτια του νεκρού και με ένα πανί δένουν το πηγούνι για να μη μείνει ο νεκρός «με το στόμα ανοιχτό». Μετά γδύνουν τον νεκρό τον αλλάζουν με ρούχα και παπούτσια καθαρά. Στη μύτη στα αυτιά και τα μάτια βάζουν λίγο θυμίαμα και τον σταυρώνουν τα χέρια. Οι συγγενείς του νεκρού τον φυλάγουν όλο το διάστημα και προσέχουν μη περάσει από πάνω του γάτα ή σκυλί και βρουκολακιάσει η ψυχή του. Με ένα πανί σκεπάζουν το καθρέπτη του σπιτιού. Στο παράθυρο βάζουν ένα ποτήρι με νερό που το αφήνουν τρεις μέρες για να έρθει η ψυχή του να πιει να ξεδιψάσει. Πιστεύουν ότι η ψυχή του νεκρού στις πρώτες 40 ημέρες γυρίζει από τα μέρη που πέρασε ζωντανός να τα αποχαιρετίσει.
ΕΘΙΜΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
Οι γνωστοί καλικάντζαροι, Καρκατζούλια η Παγανά έχουν πλατειά διάδοση και στους κατοίκους του χωριού. Για όλο το διάστημα των εορτών του Δωδεκαήμερου τοποθετούν στο τζάκι ένα ξύλο αγροκερασιάς, γιατί κατά τη λαϊκή παράδοση η αγροκερασιά, έχει τη δύναμη να απομακρύνει από την εστία τους καλικάντζαρους. Στο διάστημα αυτό δεν πηγαίνουν να αλέσουν στο μύλο από το φόβο των παγανών. Επίσης καίγουν στο τζάκι κανένα παλιό γουρονοτσάρουχο για να τους διώχνει με τη μυρουδιά.
Τη παναγίσια στάχτη που συγκεντρώνουν αυτό το διάστημα, την παραμονή των Φώτων την ρίχνουν στα σπαρτά (σιτάρια, αμπέλια, κήπους). Πιστεύουν ότι έχει δύναμη να τα προφυλάξει από τις ασθένειες και να συντελέσει στο καλό κάρπισμα των χωραφιών.
Τα Χριστούγεννα επιστρέφοντας στο σπίτι από την Εκκλησία καίγουν στο τζάκι λίγο χλωρό πουρνάρι λέγοντας διάφορες ευχές (φέρνω γεια φέρνω χαρά, φέρνω, αρνιά, κατσίκια κλπ
Την νύκτα της Πρωτοχρονιάς οι γυναίκες παίρνουν από τις βρύσες το αμίλητο νερό. Πιστεύουν ότι έτσι θα αποκτήσουν τη δύναμη της αρκούδας. Την ημέρα αυτή πιστεύουν και στο καλό ποδαρικό. Θεωρείται καλό ποδαρικό η επίσκεψη εός αγοριού ή κοριτσιού ή ενός καλού και τυχερού ατόμου.
Την παραμονή τα Χριστούγεννα τα μικρά παιδιά λένε τα κάλαντα, πηγαίνουν για «κλούρες». Οι νοικοκυρές ζυμώνουν τις κλούρες (μικρά στρογγυλά ψωμάκια), εκτός από αυτές κάνουν τις αυγοκλούρες με ένα αυγό στη μέση η με ένα καρύδι «κουκόσια» για να δώσουν στα συγγενικά παιδιά.
Τα Χριστούγεννα τα παιδιά λένε το παρακάτω τραγούδι :
Χριστούγεννα Πρωτούγεννα Πρώτη γιορτή του Χρόνου
για βγάτε δέτε μάθετε πού ο Χριστός γεννιέται
γεννιέται κι’ αναθρέφεται στους ουρανούς απάνω
κι’ απάνω από τους ουρανούς πολλά καλά μας στέλνει
το μόσχο και τό λίβανο και το καλό θυμίαμα.
Ο μόσχος πάει στους άρχοντες λιβάνι στους σακκί μας
Και τα καλά θυμιαστά πηγαίνουν τσ’ εκκλησίτσες.
Κάλαντα λέγουν τα παιδιά και στη παραμονή του Αγίου Βασιλείου τη Πρωτοχρονιά.
Άγιος Βασίλης Έρχεται Γενάρης ξημερώνει
Βαστάει κόλλα και χαρτί χαρτί και καλαμάρι
Βασίλη μ’ πόθεν έρχεσαι και πόθεν κατεβαίνεις
Από το δάσκαλο έρχομαι στη μάνα μου πηγαίνω
Κι’ αν έρχεσαι απ’ το δάσκαλο πές μας την αλφαβήτα
Στη πατερίτσα ακούμπησε να πει την αλφαβήτα.
Κι’ η πατερίτσα ήταν ξερή κι βλάστησε κλωνάρι
Την παραμονή των φώτων (του Σταυρού) τα μεγαλύτερα παιδιά γίνονται Λουγκατσάρια δηλαδή μεταμφιέζονται και στη μέση τους κρεμούν κουδούνια και κυπριά. Παριστάνουν τους καλικάτζαρους «καρκαντζούλια» αποφεύγαν να συναντηθούν με τον παπά που γύριζε την ημέρα εκείνη στο χωριό για φωτισμό.
Σήμερα είν’ τα φώτα και φωτισμοί
Και χαρές μεγάλες κι’ αγιασμοί.
Κάτω στον Ιορδάνη το ποταμό
Κάθεται η κυρά μας η Παναγιά
σπάργανα βαστάει κερί κρατεί
Τον Αϊ Γιάννη Αφέντη παρακαλεί
Αϊ Γιάννη Αφέντη και Πρόδρομε
Βάφτισε κι’ εμένα Θεού παιδί
ν’ αγιαστούν οι βρύσες με τα νερά
ν’ αγιαστεί κι’ αφέντης με τη Κυρά
(κι’ τ’ χρόν’)
Τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων (της Παναγίας) οι χωριανοί έσφαζαν τα «γορουνια». Μετά το σφάξιμο υπήρχε η συνήθεια να θυμιατίζουν το σφάγιο κι’ όσους βοήθησαν σ’ αυτό. Οι ευχές ήταν «να το φάτε με γειά» και «τ’ χρόνο μεγαλύτερο». Τότε όλοι είχαν τις γνωστές γουρνοχαρές.
ΠΑΣΧΑΛΙΑΤΙΚΑ ΕΘΙΜΑ – ΛΑΜΠΡΗΣ
Του Λαζάρου όλα τα κορίτσια του χωριού από 6-14 χρόνων πηγαίνουν παρέες παρέες από 2 – 4 άτομα να τραγουδήσουν το Λάζαρη. Από την παραμονή μαζεύουν ανοιξιάτικα λουλούδια για να στολίσουν το καλάθι τους. Το Σάββατο πρωί πρωί από σπίτι σε σπίτι τραγουδούν κάλαντα ανάλογα με εκείνα που ταιριάζουν στο νοικοκύρη. Οι νοικοκυρές δίνουν στα κορίτσια αυγά, σύκα και χρήματα. Το κυριότερο τραγούδι είναι το παρακάτω :
Χίλια καλόντζα συβρουμάντζα φέτος του χρόνου
τη πασχαλιά χαρούμενη και καλοκαρδισμένη
με ίτσια με τριαντάφυλλα με δροσερά λουλούδια
πολλά είπαμε του Λάζαρη να πούμε τον αφέντη
αφέντη μου στη τάβλα σου χρυσή καντήλα φέγγει
φέγγει κι’ εσένα αφέντη μου φέγγει και τη κυρά σου
κι’ από τα παραθύρια σου φέγγει τη γειτονιά σου.
Όταν μια οικογένεια είχε μοναχογιό λένε το τραγούδι:
Μάνα μου τον υγιόκα σου, Μάνα μ’ το μοναχό σου
τον έλουσες τον χτένισες στο δάσκαλο τον στέλνεις
κι’ ο δάσκαλος τον καρτερεί με μια χρυσή βεργούλα
με μια χρυσή με μια ‘ργυρή με μια μαλαματένια
παιδί μου που είν’ τα γράμματα παιδί μου πούναι ο νους σου
τα γράμματα είναι στο χαρτί κι’ ο νους μου πέρα πέρα
πέρα πέρα στις όμορφες πέρα στις μαυρομάτες
πόχουνε τα ξανθά μαλλιά 45 πήχες.
Στους ανύπαντρους:
Ως πότε νιος κι’ ανύπαντρος ως πότε παλλικάρι
Όλα τα συνομίληκα, όλα είν’ παντρεμένα
κι’ εσύ ο νιος κι’ ανύπαντρος που είν’ η γυναίκα πόχεις
Στην όμορφη νοικοκυρά
Κυράμ’ όταν στολίζουσαν στην εκκλησιά να πάνεις.
βάνεις τον ήλιο πρόσωπο και φεγγάρι στήθι
και τον καθάριο αυγερινό κουμπί και δαχτυλίδι
το δαχτυλίδι να το φοράς και το κουμπί να τ’ όχεις.
Την ημέρα των Βαΐων τα βάγια στην Εκκλησία τα πήγαιναν οι νιόπαντροι, με την προσδοκία ότι η γονιμοποιός δύναμη που κλείνουν οι κλάδοι των αειθαλών να μεταδοθεί στα νεαρά ζευγάρια.
Την Μεγάλη Παρασκευή συνήθιζαν να λέγουν το μοιρολόι της Παναγιάς.
Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα.
Σήμερα όλοι χλίβονται και τα βουνά λυπούνται.
Σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι εβραίοι
για να σταυρώσουν το Χριστό των πάντων Βασιλέων
Χαλκιά, Χαλκιά φκιάσε καρφιά φκιάσε τρία περόνια
κι’ αυτός ο σκύλος Φαραώ βαρεί και φκιάνει πέντε
τα δύο να μπουν στα πόδια του και τ’ άλλα δύο στα χέρια
το πέμπτο το φαρμακερό να βάλτε στην καρδιά του
Τις τρεις μέρες της Λαμπρής στα παλιά χρόνια αλλά και σήμερα, γίνεται μεγάλος χορός διπλός όπως έλεγε κι ένα τραγούδι. Την πρώτη μέρα το χορό ανοίγει ο παπάς με το Χριστός Ανέστη.
Την δεύτερη ημέρα του Πάσχα γίνονταν στο χωριό η τελετή των «ΣΙΓΝΑ». Την ημέρα αυτή οι χωριανοί μετά την απόλυση της εκκλησίας με επικεφαλής τον παπά γύριζαν το χωριό και ακολουθούσαν το εξής δρομολόγιο. Λάκκα – Αϊ Γάννης – Παπαδαίοι – Λεπτοκαριά – Κοροβίνα – Πουρνάρι και κατέληγαν στην εκκλησία της Παναγίας. Περνούσαν από όλα τα υψωμένα δέντρα. Ο παπάς έλεγε το Βαγγέλιο και ύστερα στο κορμό τους έβαζε λίγο αντίδωρο (ύψωμα). Την τρύπα που άνοιγαν στο δέντρο την έκλειναν με κερί.
Τέτοια δέντρα υπήρχαν, πίσω από την Αι Γιάννη, στα Παππαδαίϊκα τα σπίτια, στην Κοροβίνα και το γνωστό πουρνάρι, το μόνο που σήμερα σώζεται, από τα «υψωμένα» δέντρα.
Τα δέντρα που ύψωναν ήταν δρυς και πουρνάρια. Το έθιμο αυτό έχει μάλλον ειδωλολατρική προέλευση. Γύριζαν στο χωριό για να το προφυλάξουν από τις επιδημίες. Για να είναι όμως μόνιμη η φύλαξη του χωριού στο δρομολόγιο που ακολουθούσαν ύψωνα τα αιωνόβια δέντρα, για να γίνουν οι αιώνιοι φύλακες άγγελοι του χωριού. Οι χωριανοί είχαν μεγάλο σεβασμό για τα δέντρα αυτά και τα πρόσεχαν σαν τα μάτια τους. Το έθιμο των ΣΙΓΝΑ διατηρήθηκε μέχρι το 1922 περίπου.
Η λέξη σίγνον είναι Λατινική και σημαίνει είδωλον, άγαλμα, αλλά λεγόταν και η σημαία των Βυζαντινών εξκουβιτόρων (φρουρών) των αυτοκρατορικών κοιτώνων. Έτσι και τα υψωμένα δέντρα ήταν οι άγρυπνοι φύλακες του χωριού από κάθε κακό.
Λέγεται ότι στα πολύ παλιά χρόνια είχαν γεννηθεί στο χωριό δίδυμα μοσχάρια, πράγμα σπάνιο και κατά το έθιμο (πρόληψη) οι χωριανοί τα ζέψαν στο ζυγό και τα γύριζαν γύρω από το χωριό. Ήθελαν να το «κλειδώσουν» όπως έλεγαν. Πίστευαν ότι έτσι θα το προστάτευαν από μελλοντικές επιδημίες. Δυστυχώς όταν έφτασαν στο σπίτι του Σωτήρη Μακρή στο Καμτζάκι το ένα μοσχάρι ψόφησε κι’ έτσι δεν μπόρεσε να κλειδωθεί το χωριό. Γι’ αυτό λέγουν ότι οι επιδημίες έρχονται πάντοτε από το μέρος εκείνο γιατί από εκείνη τη πλευρά το χωριό έμεινε «ανοιχτό».
Την Πρωτομαγιά κρεμούν στην πόρτα του σπιτιού ένα λουλουδένιο στεφάνι. Πιστεύουν ότι τη νύκτα της Πρωτομαγιάς τα «μάγια» πιάνουν γι’ αυτό παίρνουν προφυλάξεις για τα ζώα και τα κλειδώνουν για να μη μπορέσουν τυχόν κακοί άνθρωποι να κάνουν τα μάγια τους.
Επίσης με τσόφλια από κόκκινα αυγά της Λαμπρής και προζύμι κάνουν ένα σταυρό στη πόρτα του σπιτιού. Ο Σταυρός θα διατηρηθεί μέχρι την άλλη Πρωτομαγιά.
ΑΛΛΑ ΕΘΙΜΑ
Στις 6 Αυγούστου ημέρα γιορτής του Σωτήρος επικρατεί η συνήθεια να πηγαίνουν στην Εκκλησία σταφύλια για ευλόγηση και διανομή στο Εκκλησίασμα.
Αποσπόρια ή αποσπορίτσα. Στις 21 Νοεμβρίου όταν τελειώνει η σιτοσποριά βράζουν διάφορα δημητριακά. Λίγα από αυτά ρίχνουν στις βρύσες του χωριού. Έτσι εξασφαλίζουν την αφθονία των καρπών. Συνήθως βράζουν σιτάρι, καλαμπόκι, φασόλια, κουκιά κλπ.
Έθιμα αλληλοβοήθειας και συνεργασίας. Οι χωριανοί αλληλοβοηθούνταν στο θέρισμα των χωραφιών και στο τρυγητό των αμπελιών. Όταν ένας χωριανός έκτιζε καινούργιο σπίτι τότε όλοι τον βοηθούσαν στο κουβάλημα της ξυλείας από το Απόσκιο και τη Μακραράχη. Έθιμο κοινής συνεργασίας είναι η Παγάνα (κοινή έξοδος των χωρικών για καταδίωξη λύκου). Συγκεντρώσεις αλλλεγγύης ήταν και τα νυχτέρια στα συγγενικά και φιλικά σπίτια όπου οι γυναίκες βοηθούσαν σε σπιτικές δουλειές (ξάσιμο μαλλιών, γνέσιμο, πλέξιμο, ετοιμασία προικιών, ίδιασμα).
ΥΨΩΜΑΤΑ
Στις ονομαστικές γιορτές και μετά τη θεία λειτουργία ένας που γιορτάζει και επιθυμεί καλεί στο σπίτι του τον παπά και σηκώνει το ύψωμα. Στο κέντρο του δωματίου τοποθετούν ένα κανίστρι ή πετσέτα με βρασμένο στάρι, κρασί και πρόσφορο. Ο παπάς ψάλλει το απολυτίκιο της γιορτής και δέεται ευχόμενος για τους εορτάζοντας και του οίκου αυτών. και όλοι οι καλεσμένοι σηκώνουν τη πετσέτα και λένε χρόνια πολλά. Από το σήκωμα ονομάζεται και η τελετή ύψωμα.(Υψώνω) Μετά το ύψωμα ακολουθεί γεναίο φαγοπότι με καλό κρασί και προς το τέλος παίρνουν και τραγούδια της τάβλας (Τραπεζίου).