Ιστορική αναδρομή
Το χωριό μας, ως αρχαίος οικισμός υπήρχε από τη Μυκηναϊκή περίοδο. Και τούτο γίνεται φανερό από τα Κυκλώπεια τείχη που σώζονται στην κορυφή του Παλιοκάστρου. Εκεί επάνω υπήρχε η ακρόπολη του οικισμού, το έσχατο καταφύγιο των κατοίκων σε ώρα κινδύνου.
Ο οικισμός καταλάμβανε τους πρόποδες του Παλιοκάστρου – Αηλιά ανάμεσα στις τοποθεσίες Παλιόβρυση – Ρουστάνη και μέχρι τη σπηλιά του Αράπη. Τα κατά καιρούς ευρήματα (κεραμίδια, πήλινα αγγεία, πιθάρια, χάλκινα νομίσματα, κτερίσματα, κλπ.) είναι οι αψευδέστεροι μάρτυρες του παλαιού οικισμού. Σπασμένα αγγεία επισημάνθηκαν και πίσω από το Παλαιόκαστρο στη θέση “Σκαλούλα” προς το απόσκιο, λίγο πιο πάνω από το χωράφι του Φώτη Σφέτσα.
Στις παραπάνω τοποθεσίες μετά τα πρωτοβρόχια ή ύστερα από νεροποντή, έρχονται στην επιφάνεια χάλκινα νομίσματα ή και κομμάτια από αγγεία. Όλα αυτά βγαίνουν από την επιτόπιο παρατήρηση.
Δυστυχώς δεν ξέρω για πόσο καιρό ακόμα η περιοχή αυτή με το τόσο αρχαιολογικό ενδιαφέρον θα περιμένει τη σκαπάνη του αρχαιολόγου, για να εκτιμηθεί η θέση και η συμβολή της στη δημιουργία του Αρχαίο – Ελληνικού κόσμου της Δυτικής Θεσσαλίας.
Στους ιστορικούς και κλασικούς χρόνους ο οικισμός πρέπει να είχε την εξάρτηση του από τους αρχαίους Γόμφους. Οι Γόμφοι λόγω της φυσικής των θέσεως δέσποζαν του Στενού (Μπουγαζιού) που οδηγεί από τη Θεσσαλία στην Ήπειρο. Οι Γόμφοι αναφέρονται για την σπουδαία θέση των από πολλούς Ρωμαίους συγγραφείς. Βρίσκονται στο ύψωμα Παλιομονάστηρο ή Επισκοπή κοντά στο Μουζάκι και κοντά στο ποταμό Πάμισο ή Μπλιούρη. Ο Φίλιππος άλλαξε την ονομασία σε Φιλιππούπολη. Αργότερα όμως πήρε η πόλη την παλιά της ονομασία (Γόμφοι). Το 198 π.χ. οι Γόμφοι με την βοήθεια των Ρωμαίων καταλήφτηκαν από το βασιλιά των Αθαμάνων Αμύνανδρο. Από το 185 π.χ. ανήκαν στο Κοινό των Θεσσαλών και έδωσαν σ’ αυτό πολλούς και ικανούς στρατηγούς. Το 48 π.χ. λεηλατήθηκαν από τον Καίσαρα στο πόλεμο που έκανε εναντίον του Πομπήιου1. Την πόλη έκτισε ο Ιουστινιανός για να παρακμάσει και πάλι, ίσως από βαρβαρικές επιδρομές.
Αυτά τα αναφέρω για να φανερωθεί ότι παραπλήσια τύχη θα είχε στη μακρινή ιστορική πορεία και ο αρχαίος οικισμός του Παλιόκαστρου.
Στα Βυζαντινά χρόνια ο οικισμός μεταφέρθηκε στη θέση Γούβα και απλώθηκε εκεί που σήμερα βρίσκεται το χωριό. Το ότι το χωριό έχει κατοικηθεί από τα βυζαντινά χρόνια το μαρτυρούν οι παλιές του βρύσες οι βυζαντινής τεχνοτροπίας εικόνες της Παναγίας και τα διάφορα παλιά θεμέλια σπιτιών.
Στους τελευταίους βυζαντινούς χρόνους (1400 – 1453) οι ελληνικοί πληθυσμοί των πεδινών τόπων απωθούνται από τους τούρκους κατακτητές ή αναγκάζονται μόνοι τους να καταφύγουν προς τα ορεινά. Η πεδιάδα έγινε η κατοικήσιμη περιοχή των Τούρκων και το βουνό των Ελλήνων. Έτσι η Δυτική Ορεινή Θεσσαλία η γνωστή ως τόπος των Αγράφων αποτέλεσε καταφύγιο χριστιανικών πληθυσμών, μετά την άλωση της Πόλης.
Ο Σουλτάνος Σουλεϊμάν ο Β’. ο μεγαλοπρεπής και νομοθέτης όπως ιστορικά αποκαλείται (1494 – 1596) αποφάσισε να υποτάξει την ορεινή περιοχή της Πίνδου που βρίσκεται μεταξύ του ποταμού Πηνειού και Αχελώου και η οποία δεν ήταν γραμμένη στους Τουρκικούς φορολογικούς κατάλογους. Έδωσε τότε διαταγή στον Αρχιστράτηγο της Θεσσαλίας να ενεργήσει στρατιωτικά και να υποτάξει την περιοχή αυτή. Αυτός με πολυάριθμο στρατό αποφάσισε να καταλάβει τα Άγραφα. Γρήγορα κατάλαβε ότι η επιχείρηση ήταν δύσκολη γιατί σκόνταψε σε δύο βασικά εμπόδια, στους σκληρούς πολεμιστές και στο άγριο έδαφος. Οι ορεσίβιοι Αγραφιώτες παρενοχλούσαν με άξαφνες αντεπιθέσεις τα χωριά του κάμπου. Γι’ αυτό ήρθε σε συνεννόηση με τους Αγραφιώτες όπου υπογράφθηκε στο χωριό Τσαμάσι Καρδίτσας η παρακάτω συνθήκη. «Οι παρευρισκόμενοι στη συνέλευση ταύτη συμφωνούμε και αποφασίζομαι» όλα τα χωριά των Αγράφων αποτελούν αυτονομία η οποία διοικείται υπό συμβουλίου έχοντος έδρα την παρά το Οροπέδιο Νευροπόλεως ονομαστί Κωμόπολη Νεοχώριον, ουδεμία Τουρκική οικογένεια επιτρέπεται να κατοικήσει στα χωριά των Αγράφων εκτός του Φαναρίου. Οι κάτοικοι των πεδινών και ορεινών περιοχών επικοινωνούν ελευθέρως. Εκάστη κοινότης των Αγράφων υποχρεούται να καταβάλει εις την Υψηλή Πύλη ετησίως 50.000 γρόσια. Το ποσόν τούτο θα αποστέλλεται παρά του ειρημένου συμβουλίου δι’ εμπίστου προσώπου εις την έδρα της Ευδαιμονίας (την Κωνσταντινούπολιν) Εν Τσαμασίου 10 Μαΐου 1525»2.
Τα Άγραφα ήταν το πρώτο αρματολίκι που αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν οι Τούρκοι από τα χρόνια ακόμη του Μουράτ Β’, ύστερα από εισήγηση του Τούρκου Στρατηγού Τουραχάν Διοικητή της Θεσσαλίας, για να απαλλαγεί από τις παρενοχλήσεις των αγρίων κατοίκων των ορεινών περιοχών και να μπορέσει να επιβληθεί στην πεδινή Θεσσαλία. «Ο τόπος των Αγράφων ήταν εντελώς άβατος και ανώνυμος. Η περιοχή των Αγράφων είναι από τις πρώτες που απόκτησαν υπερπληθυσμό και δημιούργησε πρόβλημα εξόδου. Εκεί, επάνω στα καταφύγια του ο ελληνικός λαός αντιμετώπισε για πρώτη φορά με τόση οξύτητα το πρόβλημα της ζωής και της στοιχειώδους διατροφής3». Με τον υπερπληθυσμό που απόκτησε η περιοχή των Αγράφων στον 16ο και 17ο αιώνα αποτελούσε σημαντική αφετηρία αποδημίας προς Τύρναβο και Λάρισσα4.
Και από το χωριό μας στα χρόνια της Τουρκοκρατίας έγιναν ομαδικές μετακινήσεις κατοίκων. Προφορική παράδοση αναφέρει ότι έφυγαν κι εγκαταστάθηκαν στον Τύρναβο 70 και περισσότερες οικογένειες. Φαίνεται ότι η ανασφάλεια και η ανάγκη για εξεύρεση εργασίας στάθηκαν η αφορμή για την ομαδική αυτή μετανάστευση. Ο Τύρναβος στον 17 αιώνα ήταν από τα σημαντικότερα βιομηχανικά κέντρα της Θεσσαλίας. Υπήρχαν στην πόλη 60 βαφεία και 2500 αργαλιοί5. Η οικονομική εξέλιξη του Τυρνάβου οφείλονταν στο ότι είχε κηρυχθεί από το Σουλτάνο Βακούφι και υπάγονταν μέσω του Κισλάραγα στη δικαιοδοσία του σερίφη της Μέκκας και όχι στον τοπικό διοικητή. Οι κάτοικοι πλήρωναν μόνο το χαράτσι και τη δεκάτη και απαλλάσσονταν από άλλες τουρκικές καταπιέσεις6.
Επίσης λέγεται ότι την εποχή εκείνη 16 και 17 αιώνα, το χωριό είχε πληθυσμό γύρω στις 2 χιλιάδες και μάλιστα ότι γινότανε ετήσια εμποροζωοπανήγυρη γνωστή σαν Βούνιστας Παζάρι. Αυτή γινότανε πέρα στα Παλιοκόπρια, στη Βρύση του Παππού ή στα Ισιώματα. Ενδεχομένως και στο “Βάθο” και “Βαθιαλάκκα”.Η μείωση του πληθυσμού αποδίδεται όχι μόνο στην ομαδική μετανάστευση των κατοίκων αλλά και στη μεγάλη καταστροφή που προκάλεσε η επιδημία μάλλον χολέρας,που έγινε στα 1668 και κτύπησε με ιδιαίτερη ένταση ολόκληρη τη Θεσσαλία. Επίσης μεγάλη επιδημία έγινε και στα 1719 «το θανατικό το μεγάλο» όπως το χαρακτηρίζουν οι ενθυμήσεις σε κώδικες Θεσσαλικών Μοναστηριών7. Κατά την παράδοση τους χολεριασμένους του χωριού τους απομόνωσαν στην τοποθεσία Βαρκά κοντά στα κτήματα Χρίστου Μπεζιλιώτη και Ανδρέα Γρηγορίου.
Λέγεται ότι το χωριό ερήμωσε τρεις φορές, από επιδημίες ή άλλα πολεμικά γεγονότα. Διαθρυλείται, ότι μια φορά ερήμωσε από τη φονική μανία ενός βρικόλακα που είχε το ορμητήριο του στου Διάκου το Αλώνι: Ερχόταν κάθε βράδυ στο χωριό και αποδεκάτιζε τον υγιή πληθυσμό. Τα βράδια κοιμότανε γεροί και το πρωί βρισκότανε πεθαμένοι. Όταν ανακάλυψαν τη φθοροποιό δράση του πήγαν στο καταφύγιο του και τον ζεμάτισαν, αλλά η ζημιά στο ανθρώπινο δυναμικό είχε γίνει. Ο θρύλος αυτός δεν αποκλείεται να κρύβει κάποια κακοποιό ανθρώπινη δράση και την απέδωσαν σε ενέργεια του βρικόλακα.
Άκουσα να διηγούνται ο Γιώργος Γιαννούλης και ο Κώστα Μιχάλης (Τσατσούλας) ότι οι χωριανοί σε δύσκολους χρόνους εύρισκαν καταφύγιο σε μια σπηλιά που βρίσκονταν στη τοποθεσία Πλάκα του Μιχάλη στα Παλιοκόπρια. Είχε μεγάλη χωρητικότητα ικανή να κρύψει όλο το χωριό με τα υπάρχοντα του. Με το πέρασμα των χρόνων το άνοιγμα της σπηλιάς χάθηκε, από σεισμό, από φράξιμο ή πρόσχωση. Στην κατοχική περίοδο 1941 – 44 οι γέροι του χωριού τη θυμούνταν και μάταια αναζητούσαν την είσοδο της. Κάποιος Γιώργο Κοτούζας γύρω στα 1870 ανακάλυψε τη σπηλιά αλλά δε φανέρωσε σε κανέναν το μυστικό της.
Έντονο και βαθιά χαραγμένο στις παραδόσεις του χωριού μας είναι το πέρασμα του Κοσμά του Αιτωλού γνωστού ως «πατροΚοσμά». Ο φλογερός αυτός διδάχος και εθναπόστολος πέρασε από τα χωριά των Αγράφων γύρω στα 1770. Στο χωριό μας ο Άγιος που ο απλός κόσμος του απέδιδε υπερφυσικές ιδιότητες πέταξε (φλιντούρ(ι)ξε) από το σπίτι του Νίκου Αναγνώστου και κόνεψε στην πλατεία του χωριού όπου υπήρχε η γνωστή μας Τράπεζα στη μέση της πλατείας της εκκλησίας. Λέγεται ακόμα ότι όταν ο Άγιος έσπασε το δεκανίκι του το χουχούτισε απλώς και το συγκόλλησε αμέσως.8
Φιλοξενήθηκε στο σπίτι των Παππαδαίων στο πέρα μαχαλά. Ο Παπαγιώργης Φρύδας ύστερα από πολλά χρόνια, έδειχνε το μέρος στην αυλή του σπιτιού απ’ όπου έκανε στους χωριανούς το καυτό θρησκευτικό και εθνικό του κήρυγμα, Μπορείς ακόμα και σήμερα ν’ ακούσεις από στόματα γεροντότερων διάφορες προφητικές παρομοιώσεις του φλογερού Καλόγερου.
Σ.Σ. «Εδώ θα πρέπει να ξεκαθαρίσω μια πλάνη σχετική με δήθεν υπόδειξη του πάτερ Κοσμά στους χωριανούς να διώξουν τους νεοφερμένους Αναγνωσταίους, γιατί είναι κακοί άνθρωποι. Τούτο δεν είναι αληθές. Είναι ιστορικά εξακριβωμένο ότι ο πάτερ Κοσμάς πέρασε από το χωριό γύρω στα 1770 και οι Αναγνωσταίοι ήρθαν στο χωριό μετά το 1825-1830, δηλαδή ύστερα από 60 χρόνια.
Η παράδοση αναφέρει κι’ ένα περιστατικό που έγινε στο χωριό μας και έχει σχέση με τον περιβόητο Αλή Πασά των Ιωαννίνων. Την εποχή εκείνη ο Αλής με Σουλτανικό φερμάνι διορίστηκε αρχηγός των κλεισουριών (είδος υποδερβέναγα της Ρούμελης…).
Βρισκόμενος ο Αλής στο χωριό μας είδε όνειρο ότι ήταν το κεφάλι του σαν καζάνι και τα μάτια του σαν μσούρες (πήλινο πιάτο). Ανήσυχος ρώτησε τους χωριανούς αν κανένας μπορεί να εξηγήσει το παράξενο όνειρο του. Τον συμβούλεψαν ότι μόνον ο πάτερ Κοσμάς μπορεί να το εξηγήσει, κι’ εκείνες τις ημέρες βρισκότανε στο Ζερέτσι (Κρυοπηγή). 9
Πήγε τον συνάντησε και όταν του είπε το όνειρο που είδε, ο Κοσμάς του απάντησε.
Εσύ θα πάθεις μεγάλο κακό
Τι θα πάθω γέροντα; Ρώτησε ανήσυχος ο Αλής. Εσύ θα γίνεις μεγάλος άνθρωπος, θα γίνεις πασάς σε μια μεγάλη πολιτεία. Θα βασιλέψεις στην Αρβανιτιά.
Θα πάω και στην Πόλη;Θα πάς, αλλά με κόκκινα γένια
Τότε ο Αλής δε κατάλαβε την προφητεία του γέροντα για το οικτρό τέλος του. Από τότε οι σχέσεις των ήταν φιλικές.
Μόνο ο φοβερός Αλή Πάσας καταπάτησε την παραπάνω συνθήκη του Τσαμασϊου και επιχείρησε να καταλάβει το Αρματολίκι των Αγράφων με τον Βέλη Γκέκα. Συνάντησε όμως την αντίσταση του περιβόητου κλέφτη Κατσαντώνη και άλλων αρματολών της περιοχής των Αγράφων. Σχετικό με τον ηρωικό αγώνα του Κατσαντώνη είναι και το παρακάτω τραγούδι της τάβλας.
Αντώνη μου τι σκέφτεσαι κι’ είσαι συλλογισμένος
Παιδιά μου μη με βιάζεται θα σας το μαρτυρήσω
Εψές μούρθαν τα γράμματα από το γέρο Δήμο
Απόξω γράφ’τ’ απόγραμμα και μέσα λέει το γράμμα
μου πήραν τη γυναίκα μου και το μικρό παιδί μου.
Ό Βέλη Γκέκας το σκυλί το μαύρο το κουτάβι.
Έτσι τα Άγραφα έχασαν την αυτονομία τους και η Βούνιστα και όλη ” η περιοχή των Θεσσαλικών Αγράφων υπηχθηκαν στο Σατζάκι (Νομός των Τρικάλων10).
Επί Αλή Πασά η περιφέρεια των Αγράφων διαιρέθηκε σε τέσσερα Κάλια (Αστυνομικά διαμερίσματα ως εξής: Ρεντίνα Κολ. Κιουχιστάν (Φουρνά) Κολ. Νεβρόπολη Κολ και Σιάμ (οξιά) Κολ. Το χωριό πρέπει να υπάγονταν στο Σιάμ Κολ.
Στα χρόνια αυτά, γύρω στα 1790 χτίστηκε στο χωριό μας η κούλια (φυλάκιο) μπροστά στο παλιό σπίτι του Θανάση Δ. Βαβύλη και που σήμερα είναι του Αχιλλέα Κωλέττα. Στο χτίσιμο της κούλιας πρωτοστάτησε ο γνωστός τουρκαλβανός Καραχασάνης για να μπορέσει να προστατεύσει τη μεγάλη κτηματική του περιουσία. Ο Καραχασάνης ήρθε στο χωριό σαν αγροφύλακας ή σαν επόπτης ασφάλειας της περιοχής και σιγά σιγά με αθέμιτα μέσα απόχτησε την περιουσία του. Στα μαύρα εκείνα χρόνια της σκλαβιάς διαφέντευε το χωριό… Πριν από το Καραχασάνη δε φαίνεται να είχαν εγκατασταθεί στο χωριό άλλες τουρκικές οικογένειες γιατί κανένα τουρκικό τοπωνύμιο δεν υπάρχει σε καλλιεργήσιμη έκταση, εκτός από αυτό του Καραχασάνη. Κάτω από το σπίτι του Στέφανου Φλέγκα στο Δημόσιο δρόμο που σήμερα υπάρχει ένα εικονοστάσι, η τοποθεσία λέγονταν τουρκομνήμα και όχι τουρκομνήματα.
Στην επανάσταση του 1821 δεν γνωρίζουμε ακριβή χρονολογία ο Οπλαρχηγός Γιώργος Μπακατσέλος μαζί με τον αγωνιστή Μήτρο Κορομπίλια ή Καραγιώργο και άλλα παλικάρια που έφερε ο Μπακατσέλος από τα μέρη του Βάλτου, αποφάσισαν να ενεργήσουν δυναμικά και να διώξουν το καταπιεστή και δυνάστη του χωριού Καραχασάνη και τη φρουρά του. Έφτασαν στη Λυκόραχη και στάθμευσαν στη τοποθεσία Σκλήθρο. Εκεί οι χωριανοί τους πήγαν τρόφιμα. Έγιναν όμως αντιληπτοί από έναν Αλεξανδρή που είχε το μαντρί του στην τοποθεσία Αλεξαντρίνες. Αυτός έκανε γνωστή στους Τούρκους τη παρουσία των αγωνιστών. Όταν την ίδια νύκτα έγινε αποκλεισμός του χωριού, ο Καραχασάνης και η φρουρά από το επάνω μέρος του χωριού το αφύλαχτο αναχώρησε μέσω Αηλιά για τα Τρίκαλα, όπου κι εγκαταστάθηκε. Οι αγωνιστές αρκέστηκαν να κάψουν την κούλια (φυλάκιο). Ο Καραχασάνης είχε μια κόρη που την έλεγαν Φατμέ. Αυτή αργότερα γύρω στα 1835 – 1840 πούλησε τα κτήματα της στους χωριανούς σε εξευτελιστικές τιμές (βλέπε παράρτημα 3 πωλητήριο συμβόλαιο εκείνης της εποχής).
Ο Γιώργος Μπακατσέλος μαζί με το Καραϊσκάκη έλαβε μέρος στη μάχη της Κερπινής. Όπως μου διηγήθηκε, ο δισέγγονος του, Κώστας Δ. Μπακατσέλος έλαβε μέρος και στη πολιορκία του Μεσολογγίου και ιδιαίτερα στη γνωστή μάχη της Κλείσοβας (Μάρτιος 1826) με αρχηγό το Κίτσο Τζαβέλα. Στις διάφορες μάχες του αγώνα και στη έξοδο, έλαβε συνολικά 13 τραύματα. Άλλος αγωνιστής ήταν ο Τσιρώνης Κώστας, αδερφός του Σωτήρη Τσιρώνη που φονεύτηκε στη περιοχή ‘Άμφισσας.
ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑ – ΑΓΡΟΦΥΛΑΚΕΣ
Στο καιρό της τουρκοκρατίας η αγροτική ασφάλεια ήταν τοπική υπόθεση και ρυθμίζονταν από τους Δημογέροντες ή Προεστούς. Αυτοί ανέθεταν τη φύλαξη των αγρών σε ένα ή δύο άτομα που θα έπρεπε να είναι τίμια εργατικά και αμερόληπτα όταν ασκούσαν τα καθήκοντα τους. Όταν το χωριό έγινε κοινότητα ο Αγροφύλακας ή Δραγάτης έβγαινε με εκλογές των κατοίκων για ένα χρόνο. Η πληρωμή γινότανε με σιτάρι ή καλαμπόκι. Κάθε στεφάνι (οικογένεια) έδινε το ποσό που όριζε το Κοινοτικό Συμβούλιο.
Γνωστοί προπολεμικοί Αγροφύλακες: Παππάς Βασίλειος, Γλεντής Αλέξιος, Μάνικας(Γρηγορίου)Γεώργιος, Κωλέττας Φώτιος, Μπαλατσός Αναστάσιος, Φλέγκας Βασίλειος, Κωλέττας Β. Θωμάς, Λάμπρος Βλαχογιώργος, Απόστολος Λιούτας. Όταν το 1936 ιδρύθηκε η Αγροφυλακή πρώτος Αγροφύλακας έγινε ο Χριστόφορος Συντήλας (1936 – 1945) ακολούθησε ο Σωτηρίου κ. Σωτήριος 1946 -1970 και ο Κωλέττας Γιώργος.Μετά την συνταξιοδότησή του, μπήκε στην Αγροφυλακή ο Κώστας του Χρήστου Τσατσούλα. Μετά την κατάργηση της Αγροφυλακής, πήγε – απορροφήθηκε στο Δασαρχείο Μουζακίου.(Εκτροφείο Θηραμάτων στον Μπαλάνο).
Στοματική παράδοση αναφέρει ότι πριν την επανάσταση του 1821 ήταν ένας τουρκαλβανός αγροφύλακας – δραγάτης που είχε κατασκευάσει ξύλινα ομοιώματα ποδιών, προβάτου ή κατσίκας και τα έκρυβε με επιμέλεια στο σελάχι του. Όταν ένας τσοπάνος έβοσκε το κοπάδι του κοντά σε καλλιέργειες πήγαινε αυτός ύστερα από λίγο πατούσε τα ξύλινα ομοιώματα για να δημιουργηθούν ίχνη τσαλαπατούσε και λίγο στάχια κι’ ύστερα πλησίαζε το τσοπάνο και του ζητούσε υπερβολικό πεδοκόπι (σύλληπτρα). Αν ο τσοπάνος δεν είχε να πληρώσει έδινε στον Αγροφύλακα γραμμάτιο. Με τον υπερβολικό τόκο πήρε τα περισσότερα χωράφια στο χωριό. Ποιος τολμούσε να παραπονεθεί εναντίον του;
Ο τουρκαλβανός αυτός Δραγάτης πρέπει να ήταν ο γνωστός Καραχασάνης που με το φόβο του Αλή – Πασά καταδυνάστευσε το χωριό για πολλά χρόνια.
1. Γιάννη Συντήλα από το περιοδικό «Μετέωρα» 1980 σελίδα 184
2. Θωμά ΒΕΝΙΚΙΟΥ «Πανθεσσαλικό Λεύκωμα Βόλος 1927 σελ. 245
4. Βακαλόπουλος Απόσ. Ιστορία Ν. Ελληνισμού τόμος Β. σελ. 92
5. Ιστορία Ελληνικού Έθνους τόμος ΙΑ σελ. 201 έκδοση 1976
6. Βακαλόπουλος Απόσ. Ιστορία Ν. Ελληνισμού τόμος Α. σελ. 224
7. Ιστορία Ελληνικού Έθνους τόμος ΙΑ σελίδα 199 έκδοση 1976
8. Γιάννη Συντήλα περιοδικό Θεσσαλονίκη Εστία 1979
9. Βάϊον Διαμαντόπουλου «Το χωριό μου ή Κρυοπηγή – Ζερέτσι σελ. 129
ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΣΤΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ ΜΕΤΑ ΤΟ 1821
Τα Θεσσαλικά Άγραφα που παρέμειναν υπόδουλα μετά την Ελληνική ανεξαρτησία, συνέχισαν τους αγώνες κατά των Τούρκων. Το 1854 επαναστάτησαν με αρχηγό τον πολέμαρχο Αργιθεάτη Δ. Αλεξανδρή. Το 1867 στην επανάσταση της Κρήτης, επαναστάτησαν πάλι τα Άγραφα και έγιναν σκληρές μάχες στο Μοναστήρι της Ρεντίνας. Στην εξέγερση αυτή έλαβε μέρος ο Δημήτριος Μπακατσέλος αδερφός του Αγωνιστή, ο οποίος φονεύτηκε σε μάχη που δόθηκε σε χωριό του κάμπου. Ο τέως υπουργός Γεώργιος Μπακατσέλος μου διηγήθηκε ότι ο πρόγονός του υπηρετούσε στο τμήμα του καπετάν Σωτήρη. Κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για το ΣΤΡΑΤΟ Σωτήριο Συνταγματάρχη του Ελληνικού Στρατού που έλαβε μέρος στην επανάσταση αυτή. Η επανάσταση που έγινε στις 5 Μαρτίου 1878 ήταν η κυριότερη κι εβάρυνε αποφασιστικά στην απελευθέρωση της Θεσσαλίας. Το χωριό μας την εποχή αυτή βρέθηκε στο επίκεντρο των επαναστατικών γεγονότων της περιοχής. Ο Μ. Σεϊζάνης που έγραψε λεπτομέρειες για την ιστορία της επανάστασης του 1878, γράφει: (θα παραθέσω δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το χωριό μας).«Ο γηραιός Θ. Ζιάκας και ο επιλοχίας του μηχανικού Α. Τζαβάρας μετά 100 περίπου ανδρών διέμεναν εις ΒΟΥΝΙΣΤΑΝ προτιθέμενοι να απέλθουν εις Χάσια. Τότε τη 3η Μαρτίου 1878 δύο χωρικοί από το Μουζάκι πληροφόρησαν αυτούς ότι το χωρίο αυτών κατέλαβαν 63 Αλβανοί εύζωνοι (Χουντούτηδες) υπό τον περιβόητο κατά τα μέρη εκείνα Λοχαγό Μουσά Γκέκα προσεφέροντο δε οδηγοί προς εκπολιόρκησιν αυτών. Τούτου αποφασισθέντος μετέβη την επομένη νύκτα ο Α. Τζαβάρας μετά 74 ανδρών εις το λεγόμενο Στενό του Καραϊσκάκη όπου διέμεναν ο εγχώριος σωματάρχης Ε. Κατσαρός μετά 80 περίπου εγχωρίων Σκλατιναίων Ζερετσιωτών και Φλωρεσαίων… Η εκπολιόρκησις του χωρίου και της εν αυτώ φρουράς εξετελέσθη μετ’ επιτηδειότητας και επιτυχίας. Ευτυχώς οι επαναστάται την φοράν ταύτη είχαν αφθονία πολεμοφοδίων καθ’ όσον ο μετά του Α. Τσαβάρα πολύ μορφωμένος νέος Π. Γκοίδης μεταβείς εγκαίρως εις ΒΟΥΝΙΣΤΑΝ μετέφερεν τα δια την εκστρατείαν των Χασίων προοριζόμενα πολεμοφόδια».Κατά την παράδοση στο χωριό μας έγινε το πολεμικό συμβούλιο των οπλαρχηγών της περιοχής πριν από την τελική έφοδο για την κατάληψη του Μουζακίου και ότι οδήγησαν στο χωριό του Αρβανητάδες φρουρούς που έπιασαν αιχμάλωτους χειροδεμένους και τους έκλεισαν στο κατώγι του παλιού Αρχοντικού του ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ. Ήταν εκεί που σήμερα είναι το σπίτι του Δημητράκη Γεωργίου ή Γώγουλου. Ο μακαρίτης Δάσκαλος μας Ηλίας Καραγιάννης έλεγε αργότερα ότι θυμόνταν το Στρατηγό ΖΙΑΚΑ, να κυκλοφορεί στο χωριό.
“>Στον άτυχο πόλεμο του 1897 το χωρίο κινδύνεψε να έρθει στην Τουρκική κατοχή. Το Μουζάκι και τον Ελληνόπυργο (Γράλιστα) τα πάτησε ο Τουρκικός στρατός. Έγινε ανακωχή και η προσωρινή γραμμή ήταν Μουζάκι – Κρανιώτης – Άγιος Αθανάσιος. Παροιμιώδης έμεινε ο φόβος του αγαθού Χρήστου Υφαντή που όταν οι Τούρκοι μπήκαν στο Μουζάκι έφθασε ασθμαίνοντας για να αναγγείλει την είδηση στους χωριανούς και το μόνο που κατόρθωσε να πη ήταν «Ήρθαν Τούρκοι Τούρκοι…». Τότε πολλές οικογένειες κατέφυγαν στα χωριά της Αργιθέας.
Στον Μακεδονικό αγώνα, έλαβε μέρος ως εθελοντής ο Κώστας Χ. Κορομπίλιας. Στους απελευθερωτικούς αγώνες 1912 – 1922 τα παλικάρια του χωριού μας έδωσαν τον παρόν και πολέμησαν με απαράμιλλο ηρωισμό. Μερικοί ήλθαν εθελοντές από την Αμερική, μεταξύ αυτών ήταν ο Θανάσης Τσατσούλας ο Λάμπρος Κωλέττας ο Γιάννης Α. Κωλέττας ο Κώστας Σωτηρίου και ο Γιώργος Δ. Κωτούζας. Ο Θανάσης Τσατσούλας ήταν ο αρχηγός μιας αποστολής εθελοντών Ελληνοαμερικάνων γι’ αυτό έκτοτε τον έμεινε η ονομασία «ο Αρχηγός». Ο Μάρκος Χ. Κωνσταντίνου πολέμησε στο Γαλλικό μέτωπο στο Α’ παγκόσμιο πόλεμο που πήγε εθελοντής. Ο Στέφανος Γ. Τσατσούλας ο Μήτρο Βαβύλης, ο Αχιλλέας Υφαντής και ο Θανάσης Ι. Μακρής ήταν Εύζωνοι στο Τάγμα του θρυλικού Βελισάριου. Ο Χαράλαμπος Γ. Φλέγγας Λοχίας έπεσε το 1913 στα στενά της Κρέσνας ήταν μεγάλο παλικάρι πολεμούσε όπως λέγουν όρθιος. Ο Γιώργος Κωτούζας έπεσε στη μάχη του Κιλκίς. Ο Τάσιος Μπορίλας στο Εσκίσεχίρ και ο Αριστείδης Γ. Γιαννούλης στο μέτωπο της Θράκης το 1923. Από τις κακουχίες των πολέμων 1912 – 1923 αποβίωσαν οι Παππάς Δημήτριος του Χ. Βαβλέκης Παναγιώτης του Χρήστου Κωλέττας Απόστολος του Γεωργίου και Καμέας Νικόλαος του Θωμά. Με την είσοδο της Ελλάδας στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο 1940 -1941, πολλοί χωριανοί στρατεύτηκαν και πολέμησαν ηρωικά στα Αλβανικά βουνά. Πάνω σ’ αυτά έπεσε ο Ανθ/γός Κώστας Β. Υφαντής και τραυματίστηκε ο Απόστολος Γ. Γλεντής στη πόλη της Κορυτσάς όπου υπηρετούσε σαν Χωρ/κας.
Αξέχαστη μένει η μεγάλη πείνα του 1941 – 42 που ήταν αποτέλεσμα της κατοχής. Άρχισε το χειμώνα 1941 και τελείωσε το καλοκαίρι του 42, όταν θέρισαν την καινούρια «σοδειά». Την κατάσταση έσωσαν κυρίως το γάλα το λάδι και τα λάχανα (χόρτα). Το λαχανόψωμο – το μπουρανί – όπως το έλεγε ο Χριστόφορος Συντήλας ήταν καθημερινό για τις περισσότερες οικογένειες. Το λάδι το προμηθεύτηκαν από το Βόλο (ανταλλαγή με σιτάρι).
Το χειμώνα 1941 – 42 φρικιαστικό έγκλημα συγκίνησε βαθύτατα το χωριό μας. Βρέθηκαν κατακρεουργημένοι στο σπίτι τους στο Μέγα Ρέμα ο Δημήτριος Βαβλέκης γνωστός σα Μητσιόβας και η σύζυγος του Μαρία. Το έγκλημα αποδόθηκε μάλλον σε εκδίκηση του γαμπρού των Κακαράτσα Παναγιώτη από το Μαυρομμάτι ο οποίος για την αιτία αυτή εκτελέστηκε από τους αντάρτες του Άρη Βελουχιώτη. Η εκτέλεση έγινε στο χωριό μας στις 19 Ιανουαρίου 1943.
Ένα άλλο γεγονός έλαβε χώρα στο χωριό την ίδια εποχή. Εκτελέστηκε από τους Αντάρτες του ΑΡΗ ο Βαγγέλης Κορομπίλιας του Χ., με τη κατηγορία ότι πρόδωσε τα όπλα του χωριού στα ιταλικά στρατεύματα όταν το 1942 πέρασαν από το χωριό.
Στη διάρκεια της τετράχρονης κατοχής μόνο μια φορά πάτησε στο χωριό το πόδι του κατακτητή. Ήταν άνοιξη του 1942 όταν έφθασε στο χωριό μια ομάδα Ιταλών. Αφού συγκέντρωσαν τους άντρες του χωριού στο Δημοτικό Σχολείο, ο Ιταλός Αξ/κός τους ζήτησε να παραδώσουν ότι όπλα ή πυρομαχικά είχαν στη κατοχή τους. Παρέδωσαν μερικά πιστόλα, κυνηγετικά όπλα και ελάχιστα πολεμικά κυρίως γκράδες και μαχαίρια και αυτό γιατί οι Ιταλοί άρχισαν άγριο ξυλοδαρμό. Έδειραν ανελέητα τους χωριανούς, Μήτρο Συντήλα, Φώτη Σφέτσα, Βάϊο Κωσταλάμπρο.Την άνοιξη του 1943 το χωριό κινδύνευσε να καεί από τους Ιταλούς όταν έγιναν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην περιοχή κατά των Ανταρτών του ΕΛΑΣ. Τότε έκαψαν τα χωριά Μουζάκι Πόρτη Σκλάταινα και Βατσινιά. Έφτασε ο Ιταλικός στρατός μέχρι τα Πετρωτά όπου έκαψε το αγροτόσπιτο του Παπαβαγγέλη Υφαντή και τα μαντριά του Χαράλαμπου Καμέα. Οι χωριανοί ζήτησαν καταφύγιο στα δάση της Βρώστιανης και της Λυκόραχης.Όταν στις 24 Ιουλίου 1943 ο Στρατηγός Μπαντόλιο συνθηκολόγησε με τους συμμάχους, τα Ιταλικά Στρατεύματα που είχαν την έδρα τους στα Τρίκαλα και άλλες Θεσσαλικές πόλεις προσχώρησαν ομαδικά στον ΕΛΑΣ. Ο ΕΛΑΣ στην συνέχεια τους αφόπλισε και πολλές χιλιάδες τους συγκέντρωσε στο χωριό Νεράιδα Νεβροπόλεως. Η τροφοδοσία τους από την Αγγλική αποστολή ήταν δύσκολη γι’ αυτό τους διασκόρπισαν στα γύρω ορεινά χωριά να εργάζονται και για τη συντήρηση τους, έδιναν για κάθε Ιταλό μισή χρυσή λίρα Αγγλίας. Στο χωριό μας εργάστηκαν 40 – 50 Ιταλοί στρατιώτες. Η συμπεριφορά των κατοίκων απέναντι στους άλλοτε κατακτητές ήταν υποδειγματική.
Στον τομέα της Εθνικής Αντίστασης το χωριό μας βρέθηκε στην πρωτοπορία με την συμμετοχή των περισσότερων κατοίκων στις διάφορες οργανώσεις. Δύο ήταν κυρίως οι αντιστασιακές οργανώσεις που οργανώθηκαν οι χωριανοί μας. Ο ΕΔΕΣ (Ελληνικός Δημοκρατικός Εθνικός Στρατός) του Στρατηγού Ναπολέοντα Ζέρβα και το ΕΑΜ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο). Οι περισσότεροι χωριανοί ήταν στον ΕΔΕΣ και μόνον λίγες οικογένειες ανήκαν στο ΕΑΜ. Επειδή το ανταρτοκρατούμενο χωριό βρίσκονταν μέσα στη ζώνη επιρροής του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, είχε σαν αποτέλεσμα οι οπαδοί του ΕΑΜ να γίνουν οι ρυθμισταί της ζωής του χωριού στα χρόνια 1943 – 1944.Γενικά μπορούμε να πούμε ότι στο διαχωρισμό των κατοίκων σε δεξιούς και αριστερούς, επικράτησε σύνεση και μετριοπάθεια με αποτέλεσμα στο χωριό μας να αποφευχθούν προσωπικές αντεκδικήσεις. Οι περιπτώσεις αντεκδίκησης ήταν ελάχιστες. Μοναδικό θύμα στη κατοχική περίοδο ήταν ο χωρ/κας Παναγιώτης Β. Φρύδας που τον εκτέλεσαν οι Ιταλοί, υπηρετούσε εκείνη την εποχή στη Λάρισα. Στη διάρκεια του ανταρτοπόλεμου 1946 – 1949 το χωριό μας ήταν ελεύθερο γιατί οι αντάρτες είχαν την έδρα τους στα ορεινά χωριά του Δήμου Νεβροπόλεος και μόνο νυκτερινές επιδρομές έκαναν στο χωριό για να πάρουν τρόφιμα. Οι χωριανοί την εποχή αυτή για λόγους ασφάλειας, άλλοι διανυκτέρευαν στο Μουζάκι και άλλοι στα χωράφια και τα απομακρυσμένα μαντριά. Θύματα στη περίοδο αυτή ήταν ο Μοίραρχος Σωτήριος Α. Φρύδας και ο χωρ/κας Γεώργιος Α. Τσατσούλας. Ο πρώτος έπεσε στην Πελοπόννησο και ο δεύτερος στην πόλη της Νάουσας.
ΣΧΟΛΕΙΑ – ΔΑΣΚΑΛΟΙ
Στη θέση του σχολείου που πριν από μερικά χρόνια κατεδαφίστηκε, δηλαδή μεταξύ προαυλίου της εκκλησίας και σπιτιού του Γιάννη Κωλέττα, ήταν ένα οίκημα (δυόροφο της εκκλησίας, και παραχωρήθηκε από την εκκλησία, γιά την εξυπηρέτηση των σχολικών ανάγκών, από το 1870 μέχρι το 1926,όπου στην ίδια θέση, ανηγέρθη το σχολειο, που λειτούργησε μέχρι το 1969.
Τότε κτίστηκε το γνωστό στους περισσότερους από μας σχολείο με έρανο των Ελληνοκαστριτών που εργαζότανε στην Αμερική και με προσωπική βοήθεια των κατοίκων. Στην Αμερική πρωτοστάτησε ο Θωμούλας Χρίστου Κωλέττας. Το σχολείο αυτό εξυπηρέτησε το χωριό 50 χρόνια περίπου.
Το σημερινό κτίστηκε το έτος 1969 με δαπάνη του Δημοσίου και Οικονομική βοήθεια του Αμερικάνικου Κολλέγιου Αθηνών. Τ0 οικόπεδο παραχώρησε έναντι συμβολικού τιμήματος 1.000 δραχμών, το εκκλησιαστικό συμβούλιο, με πρόεδρο τον π.Θεοδόσιο Γ.Φρύδα ή Παπαγεωργίου,ο οποίος ήταν φιλάσθενος, στην περίοδο της Επαναστάσεως (δικτατορίας). Δάσκαλος ήταν ο Γαλανάκης.
Γύρω στα 1875 – 1890 σαν πρώτος δάσκαλος φέρεται ο Βάϊος Τρίψας, που δίδασκε στα παιδιά το οκταήχι, και τα εθνικά κηρύγματα για μια γρήγορη λευτεριά που ακόμη δεν είχε φανεί στο τόπο τούτο.
Το έτος 1890 ήρθε για λίγο ο Πασιαλής από τη Γράλιστα και ακολούθησαν σαν γραμματοδιδάσκαλοι ο Μητράκος Μπακατσέλος ο Κώστας Κωλέττας του Χρήστου, και ο Ηλίας Καραγιάννης. Από το 1900 μέχρι το 1933 δίδαξε ο κανονικός Δάσκαλος Ηλίας Γ. Καραγιάννης που εμόρφωσε πολλές γενιές χωριανών.
Από 1934 μέχρι 1937 δίδαξε ο Βάϊος Διαμαντόπουλος.
Από 1937 μέχρι 1945 ο Γεώργιος Ποταμιάς για να ακολουθήσουν οι Κωνσταντής, Γκάλιος, Δραγούτσος, Λύγδας,Γαλανάκης,Μίσσας,Κοκκινάκης, κλπ.
1. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Ένδ. 1976, Τόμος Γ, σελ. 93
Δ.Ε.Η. Στο πρόγραμμα της επαναστατικής κυβερνήσεως, εκτός των εργων που εγένοντο, προχώρησε και η ηλεκτροδότηση των χωριών μας. Το χωριό μας ηλεκτροδοτήθηκε το έτος 1969-70. στόχος ήταν κανένα σπίτι και μανδρί να μήν μείνει χωρίς ηλεκτροφωτισμό. Όμως διάφορες ίντριγκες και επιθυμίες των διοικούντων, άφησαν επιλεκτικά εκτός ηλεκτροδοτήσεως πολλά σπίτια και περιοχές του χωριού μας. που πολλά σπίτια μετέπειτα επέτυχαν , άλλα με ίδιες δαπάνες και άλλα με χρήματα από επιχορηγήσεις της κοινότητος, και επιδοτούμενα αγροτικά προγράμματα, να ηλεκτροδοτηθούν. Δόξα τω Θεώ. (συνεχίζεται…)