Ασχολίες
ΑΣΧΟΛΙΕΣ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ (ΕΛΛΗΝΟΚΑΣΤΡΟΥ)
Το έδαφος του χωριού μας είναι ημιορεινό και προσφέρεται για περιορισμένη γεωργία και κτηνοτροφία. Οι κάτοικοι από τα παλιά χρόνια ήσαν γεωργοκτηνοτρόφοι.
Καλλιεργούσαν δύο βασικά προϊόντα διατροφής, σιτάρι, και καλαμπόκι για να βγάλουν το «ψωμί της χρονιάς». Λίγοι όμως το κατόρθωναν αυτό και λογαριάζονταν σαν καλοί νοικοκυραίοι του Χωριού. Στους περισσότερους το σιτάρι και το καλαμπόκι επαρκούσε μόνο για 5,6 ή 8 μήνες, το υπόλοιπο το συμπλήρωναν με την αγορά από το Μουζάκι και τα Καμποχώρια. Το Καλαμπόκι που αγόραζαν με πολλές στερήσεις το έλεγαν «Φαρμάκι», γι’ αυτό όταν ένας το Σάββατο αγόραζε καλαμπόκι, οι άλλοι τον ρωτούσαν «πόσο πήγε σήμερα το φαρμάκι;». Σε μικρές εκτάσεις και στις πιο άγονες έσπερναν φακές, ρεβίθια, ρόβι και κριθάρι.
Κάθε οικογένεια είχε το λαχανόκηπο της, στο οποίο καλλιεργούσε τα απαραίτητα για την οικογένεια κηπευτικά (κρεμμυδάκια, σκόρδα, ντομάτες, πιπεριές φασολάκια, κολοκυθιές και πατάτες). Λαχανόκηποι υπήρχαν μέσα και κοντά στο χωριό, στα Βαρκά και όπου αλλού υπήρχε το απαραίτητο νερό για το πότισμα.
Επίσης κάθε οικογένεια είχε το αμπέλι της για το κρασί, το τσίπουρο και το πετιμέζι του σπιτιού. Η προσηλιακιά θέση του Χωριού και το χώμα του προσφέρονται για αμπελοκαλλιέργεια. Γνωστοί αμπελότοποι, τα Φρυδαίϊκα τα Νικολαίϊκα, η Τσιούμα του Μπακατσέλου, του Παλιογιαννάκη, η Μακραράχη τα Κοσκινάδια και η Τρυπήλα. Κάθε αμπέλι είχε μέσα συκές και αχλαδιές. Τα σύκα από τις παραπάνω τοποθεσίες είναι από τα καλύτερα σε γεύση και γλυκύτητα, τα λεγόμενα αμπελήσια.
Η παραγωγή από την καλλιέργεια όλων αυτών των προϊόντων μόλις επαρκούσε για τις οικογενειακές ανάγκες και σπάνια για πώληση.
Τα περισσότερα χωράφια του χωριού είναι ξερικά, λίγα είναι τα ποτιστικά, κι’ αυτά βρίσκονταν γύρω από το χωριό, στη Ζύγρα (Βρώστιανες)
στην Ακροποταμιά, το Ξερόκαμπο, τα Βάρκα και τα Μηλέα. Στα λίγα αυτά ποτιστικά χωράφια εκτός, από καλαμπόκι και κήπους καλλιεργούσαν
τριφύλλια για τροφή των ζώων.
ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ
Η φτώχεια του εδάφους έστρεψε τους κατοίκους προς τη κτηνοτροφία η οποία είχε γίνει ο κύριος τρόπος της ζωής των, γιατί τους πρόσφερε μια σχετική επάρκεια τροφής και ρουχισμού.
Σχεδόν κάθε οικογένεια είχε το υποζύγιο της (γαϊδουράκι, μουλάρι και σπάνια άλογο), το ζευγάρι από αγελάδες ή αρσενικά βόδια, λίγα γιδοπρόβατα συνήθως από 10 μέχρι 50 κεφάλια και λίγοι είχαν από 50 μέχρι 100. Τα μικρά αυτά κοπάδια δε τα μετακινούσαν από το χωριό τόσο στη χειμερινή, όσο και στη θερινή περίοδο. Κύρια χειμερινή τροφή των γιδοπροβάτων ήταν τα φυλλοδέματα από δρείς «το κλαρί» που έκοβαν το μήνα Αύγουστο και το έβαζαν σε θημωνιές στο Απόσκιο τη Μακραράχη και γύρω από τα καλλιεργημένα χωράφια. Από το γάλα των γιδοπροβάτων έκαναν το βούτυρο, το τυρί, το κλοτσοτύρι του σπιτιού και από το μαλλί που επεξεργάζονταν με τη ρόκα και τον αργαλειό, έκαναν διάφορα είδη για ενδυμασία, (κάλτσες πουλόβερ, σκουτιά) και την απαραίτητη προίκα των κοριτσιών.
Μόνο από τη πώληση των ζώων εξοικονομούσαν τα απαραίτητα χρήματα για να αγοράσουν σιτάρι ή καλαμπόκι ρούχα παπούτσια, ζάχαρη, καφέ, αλάτι, σαπούνι και λάδι που το έβαζαν στο φαγητό με «τ’ αδράχτι».
Ο καλός νοικοκύρης έτρεφε ένα γουρουνάκι που το έσφαζε τα Χριστούγεννα, κι’ έτσι εξασφάλιζε για το χειμώνα το κρέας, και το δέρμα που το χρησιμοποιούσαν για τη στοιχειώδη υπόδηση τους (γουρνοτσάρουχα).
Οι περισσότερες οικογένειες ήταν πολύτεκνες είχαν από 5 μέχρι 10 παιδιά. Τα αγόρια συνήθως πήγαιναν στο Δημοτικό για να μάθουν πέντε «κλίτσες γράμματα» κι’ όσα από αυτά «έπαιρναν» τα γράμματα και είχαν οικονομική δυνατότητα, συνέχιζαν και στο Σχολαρχείο. Μέχρι το 1930 γενικά τα κορίτσια δεν πήγαιναν στο σχολείο. Ο μακαρίτης Λάμπρος Βλαχογιώργος έλεγε χαριτολογώντας. «Θα στείλω τα κορίτσια στο σχολείο να μάθουν γράμματα και να γράφουν στους αγαπητικούς»; Τα κορίτσια ασχολούνταν από μικρά με τη φύλαξη των γιδοπροβάτων ή του ζευγαριού. Όταν έφταναν στην ηλικία των 15 χρόνων ασχολούνταν με γεωργικές εργασίες και με την κατασκευή της προίκας. Ο αργαλειός, η ρόκα το κέντημα και το πλέξιμο ήταν στην καθημερινή έγνοια μιας κοπέλας σε ώρα παντρειάς. Η κοπέλα χαρούμενη και αισιόδοξη τραγουδούσε υφαίνοντας την προίκα της, αλλά θεωρούσε τον αργαλειό σα χτικιό μεγάλο, γιατί γινότανε σκλάβα του αργαλειού.
«Το κέντημα είναι γλέντισμα κι’ η ρόκα είναι σεριάνι
κι’ αυτός ο δόλιος αργαλειός είναι χτικιό μεγάλο»
Ο πατέρας ασχολούνταν κυρίως με τις βαριές γεωργικές εργασίες και η νοικοκυρά με δουλειές του σπιτιού, αλλά και με τη γεωργία.
Όταν μια οικογένεια ασχολείται με όλα αυτό το φάσμα των παραπάνω εργασιών είναι επόμενο ότι η απασχόληση της χειμώνα καλοκαίρι να είναι έντονη και πιεστική και οι «χλιμάρες» όπως έλεγαν οι γυναίκες δεν τους έλειπαν όλο το χρόνο. Ο μόχθος της γεωργίας ήταν πολύς και τα μέσα πρωτόγονα.
Παλαιότερα το αλώνισμα γινότανε με τη σβάρνα που την έσερναν τα βόδια ή με 4 – 5 άλογα που έτρεχαν πάνω στ’ αλώνι δεμένα γύρω γύρω από μια δοκό.
Τα καλύτερα αλώνια ήταν στη Ράχη και το Λιβαδάκι.
Από το 1960 ο αλωνισμός γίνεται με αλωνιστικές μηχανές σε κατάλληλα σημεία κοντά στον αυτοκινητόδρομο.
ΑΝΑΔΑΣΩΣΕΙΣ – ΦΡΑΓΜΑΤΑ
Μετά το 1821 παλαιοί και νέοι κάτοικοι επιδόθηκαν με ζήλο στην καλλιέργεια των λίγων χωραφιών. Άρχισαν λοιπόν να εκχερσώνουν «ξερειπιώνουν» τις Αλαταριές, τα Βλυσίδια, τα Πλάγια, και το Ζυγό από τον Αηλιά μέχρι τον απάνω Ζάβατο. Στην αρχή τα ανοίγματα έδιναν πλούσιο εισόδημα, σιγά σιγά από τις βροχές παρασύρθηκε στο γόνιμο χώμα και έγιναν κατάλληλα μόνο για φακές και ρόβι για να επαληθεύσει η παροιμία σπέρνεις στάρι και φυτρώνει ρίγανη. Τότε υλοτομήθηκε άγρια το Απόσκιο, ο Ζυγός το Ρουστάνι και σιγά -σιγά όλο το Κοινοτικό προσήλιο από τα Παλιοκόπρια μέχρι τα Πουρνάρια.
Πολλοί ασχολούνταν με την υλοτομία βρίσκοντας πόρο ζωής. Τα καυσόξυλα τα πωλούσαν στα καμποχώρια και τα κεραμαριά. Ο Γιώργο Φλέγκας είχε καραβάνι από μουλάρια για τη μεταφορά καυσόξυλων. Από τις αποψιλώσεις που έγιναν στη κορυφή του χωριού (Ζυγοπλαγιά) και τις εκβαθύνσεις στο ρέμα Λεπτοκαριάς (Κορομπίλια) στα 1934 – 35 σημειώθηκαν στο χωριό κατολισθήσεις. Το ρήγμα (κόμμα) έφτασε κοντά στο σπίτι του Αλέξη Γλεντή και μέχρι τη Λάκκα κοντά στα Μακραίϊκα τα σπίτια. Την Διεύθυνση των έργων την είχε ο γνωστός Δασολόγος Μεταξάς. Προϊστάμενος των έργων στο χωριό ήταν ο Μήτρος Υφαντής. Διηγούνται ότι κάποιος Μπακαλονάσιος, που η καταγωγή του ήταν από το χωριό αλλά έμεινε στα Τρίκαλα, ήταν μεγάλος άρχοντας, έλεγε συχνά στους χωριανούς που τον επισκεπτότανε. «Να δέσετε το Κοτρώνι της Αλεπούς γιατί το χωριό θα χαθεί θα βουλιάξει». Και πράγματι θα επαλήθευε η προφητεία του αν δεν γινότανε τα «δέματα» τα οποία άρχισαν από το «Κοτρώνι της Αλεπούς», και συνεχίστηκαν·στο ρέμα του Κορομπίλια (Λεφτοκαριά) και ρέμα της Κοροβίνας.
ΥΔΡΕΥΣΗ
Το χωριό μέχρι το έτος 1981 υδρεύονταν από τις πηγές Κούφαλου (κεντρική πλατεία), Κοροβίνας, Αηγιάννη, Βρυσούλα και Ιτιά. Το έτος 1980 έγινε καλλιέργεια της πηγής Λεπτοκαρυάς και κατασκευάστηκε με κρατική δαπάνη υδραγωγείο και εσωτερικό δίκτυο σε όλο το χωριό. Τη δαπάνη για την καλλιέργεια διέθεσε η Ο.Ε. αδελφών Δημητρίου Μπακατσέλου (Κώστας, Περικλής, Απόστολος). Το νερό από την πηγή αυτή δεν επαρκεί για όλο το χωριό και ήδη καταβάλλονται προσπάθειες για τον εμπλουτισμό του υδραγωγείου.
ΗΛΕΚΤΡΟΦΩΤΙΣΜΟΣ
Το χωριό ηλεκτροφωτίστηκε το έτος 1970. Το έτος 1986 ο ηλεκτροφωτισμός επεκτάθηκε επί προεδρίας Ξενοφώντος Σωτηρίου, στα Γράβια, τα Βαρκά και τα Ισιώματα. Τη σχετική δαπάνη διέθεσε η Κοινότητα.
Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΑ ΦΡΑΓΜΑΤΑ (ΔΕΜΑΤΑ)
Από τις αποψιλώσεις που έγιναν στην κορυφή του χωριού (ζυγοπλαγιά) και τις εκβαθύνσεις στο ρέμα Λεπτοκαριάς (Κορομπίλια) στα 1934-1935, σημειώθηκαν στο χωριό κατολισθήσεις. Το ρήγμα (κόμμα) έφθασε κοντά στο σπίτι του Αλέξη Γλεντή και στη Λάκκα κοντά στα Μακραίϊκα τα σπίτια. Τότε επενέβη η Δασική Υπηρεσία και το χωριό σώθηκε κυριολεκτικά με τα φράγματα (δέματα) που έγιναν στο ρέμα που είναι ανάμεσα στους δύο μαχαλάδες. Τις εργασίες επέβλεπε Δασάρχης και προϊστάμενος ήταν ο Μήτρος Α. Υφαντής. Αυτά έσωσαν το χωριό από βέβαια καταστροφή.
Την καλοκαιρινή εποχή εργαζόταν 30 ή 35 εργάτες και τότε το χωριό έσφυζε από ζωή αλλά και τα μεροκάματα βοηθούσαν τους κατοίκους να καλυτερεύσουν τη φτωχική τους διαβίωση. Το κτίσιμο των φραγμάτων, το έκαναν ειδικοί τεχνίτες Ηπειρώτες. Μεταξύ των εργατών, ήταν και ο Βαγγέλης Χ. Κορομπίλιας. Μια μέρα περιεργάζονταν μια μεγάλη πέτρα με σκοπό να τη σπάσει. Τη γύριζε από ‘δώ, τη γύριζε από ‘κεί και σκεπτότανε που θα βρει την κατάλληλη φλέβα να τη βαριοχτυπήσει και να την κομματιάσει. Ο Δασάρχης τον κοίταζε κάμποσα λεπτά.. Στο τέλος δε βάσταξε και του είπε: «Δε μου λες Κορομπίλια, πόση ώρα ακόμα θα την κλωθογυρνάς και πότε θα πάρεις απόφαση να τη σπάσεις;». Και η πληρωμένη απάντηση: «εσείς κύριε Δασάρχα, όταν θέλετε να κάνετε ένα σχέδιο φράγματος, πόση ώρα σκέπτεστε και πόσα χαρτιά χαλάτε μέχρι να βγάλετε το οριστικό σχέδιο;». Μιλούσε άριστα την καθαρεύουσα και ήταν ετοιμόλογος.
Συνέβη την ίδια μέρα, όταν μετέφερε την πέτρα κοντά στο φράγμα, διάφοροι παραθεριστές που αργόσχολα παρατηρούσαν τις εργασίες, να δίνουν συμβουλές, πως θα μετακινήσει καλύτερα την πέτρα. Τότε ο Βαγγέλης βγήκε από τα ρούχα του και είπε: «αμάν τι να υποφέρω, τους επιστάτες ή τους θεατός».
Ο Βαγγέλης έλεγε ότι είχε δύο ζεύγη μπότες, «το ένα δια τας εργασίμους ημέρας, το άλλο δια τας επισήμους».
Μία περίοδο εργάζονταν στο εργοτάξιο ο Βασίλης Χ. Φρύδας που δεν φημίζονταν για την εργατικότητα του. Ο Δασάρχης τον έβαλε στο μάτι και συνέχεια τον παρατηρούσε. Ο Βασίλης έβραζε μέσα του αλλά ανέχονταν τις παρατηρήσεις γιατί το μεροκάματο μεροκάματο. Μια μέρα γύρω στις 9 πμ. επισκέφτηκε το εργοτάξιο ο γνωστός ταχυδρόμος Χρυσόστομος. «Φρύδας Βασίλειος, έλα και σε θέλω, έχεις μια επιταγή 1000 δρχ. από το γιο σου το χωροφύλακα». Το μεροκάματο ήταν γύρω στις 30 δρχ. Υπέγραψε λοιπόν ο Βασίλης φαρδιά πλατιά, τσέπωσε το χιλιάρικο, κατευθύνθηκε στον Δασάρχη που καθότανε σε μια σκιά και χωρίς άλλη κουβέντα, πέταξε στα πόδια του τον κασμά και αγέρωχος και με αξιοπρέπεια αποχώρησε από την εργασία με χίλιες ευχές για τον προκομμένο γιο του τον Παναγιώτη.
Τα περισσότερα παιδιά του χωριού που υπηρετούσαν στην Χωροφυλακή δεν παρέλειπαν να στέλνουν επιταγές στους γονείς τους που γνώριζαν ότι τους έδερνε η μαύρη φτώχια.
ΠΗΓΗ: Από το βιβλίο Χαρίλαου Ν.Κωλέττα :ΕΛΛΗΝΟΚΑΣΤΡΟΝ 1989