Χορευτικά τραγούδια (Της Αγάπης)
ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Στις γενικές διασκεδάσεις του χωριού (Πάσχα, Πανηγύρια, γάμοι, αρραβώνες, ξεφλουδήματα) τραγουδιούνται τα αθάνατα κλέφτικα και δημοτικά τραγούδια. Αυτά εξυμνούν κατορθώματα αγωνιστών ή ληστών, την αγάπη, τη φύση κλπ. Διακρίνονται κυρίως σε δύο κατηγορίες.
1) Της τάβλας (Τραπεζιτικά) και
2) του χορού (στα τρία, τσάμικα καλαματιανά).
ΜΑΛΑΜΩ Σαν πας Μαλάμω για νερό κι’ εγώ στη βρύση καρτερώ να σε θολώσω το νερό να σε τσακίσω το σταμνί να πας στη Μάνα σ’ αδειανή και στο πατέρα σ’ κλαίγοντας κι’ αν σε ρωτήσει η Μάνα σου Μαλάμω πούνε η στάμνα σου μάνα μου παραπάτησα κι’ έπεσα κι το τσάκισα. Αυτό δεν είναι τσάκισμα μον’ είναι αντρός αγκάλιασμα |
Ο ΧΟΡΟΣ Διπλός χορός μωρ’μάτιαμ’ δυό Διπλός χορός που γίνεται Διπλός και τριπλοκάγκελος Ν’ άχα Νεράτσι νάριχνα να ξεδιπλώσω το χορό να ιδώ την κόρη π’ αγαπώ Να ιδώ πιος νιος τη κράταγε από ποιο χέρι την κρατεί Να μην την σφίξει δυνατά γιατί πονούν τα δάκτυλα από τα δακτυλίδια της. |
Ο ΧΡΥΣΑΗΤΟΣ Από την πόλη κι ως τη Σαλονίκη Χρυσός αητός βγήκε να γκεζερίσει Ούτε γκεζερούσε ούτε σεριανούσε μια αγάπη είχε και γι’ αυτή πονούσε. Εγώ ‘μαι ξένος και κανέν’ δεν έχω μια αγάπη έχω και σ’ αυτή παντέχω Γράμμα τη στέλνει λέει πως δεν τη θέλει γράμμα του στέλνει λέει πως δεν τον θέλει στο Θεό τη ρίχνω και ας την τυραγνήσει στη γη την αφήνω κι’ ας την αλησμονήσει. |
ΠΕΡΑ ΣΤΟ ΠΕΡΑ ΜΑΧΑΛΑ Πέρα στον πέρα Μαχαλά, στον πέρα και στον δώθε περπατείς ανάρια ανάρια σαν τη πάπια στα λειβάδια εκεί καθόταν μια ξανθή, ξανθή και μαυρομμάτα κι’ εκεί φλωράκια αρμάθιαζε και κάνει αρμαθούλες Βάζει πεντέξι στο λαιμό τρεις τέσσερες στα χέρια και με τον ήλιο μάλωνε και με τον ήλιο λέγει Για έβγα ήλιε μ’ για να βρώ να λάψεις και να λάψω Εσύ με τις ακτίνες σου μαραίνεις τα χορτάρια κι’ εγώ με τα φλωράκια μου μαραίνω παλικάρια. |
Ο ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΣ Ξένος ήμουνα στα ξένα περπατούσα Γιέμ στα ξένα περπατούσα και τις όμορφες κοιτούσα ποια ‘ταν άσπρη ποια ‘ταν Ρούσα ποια ‘ταν γαϊτανοφρυδούσα Ήρθε μία ήρθε άλλη ήρθε μια κυρά μεγάλη |
ΜΑΥΡΙΔΕΡΟΥΛΑ Τ’ ακούς μαυριδερούλα μου τι λεν οι οχτροί για μένα λένε να με σκοτώσουνε γιατ’ αγαπώ εσένα. Μη σκιάζεσαι λεβέντη μου κι εγώ σε κάνω ταίρι μου Γιατ’ έχω αδέλφια στο κλαρί πατέρα καπετάνιο. |
ΤΟ ΔΕΝΤΡΟΥΛΑΚΙ Ποιος τόπε δεντρουλάκι μου δεν σ’ αγαπώ πουλάκι μου. Αν στόπε ο ήλιος να χαθεί τ’ άστριο να μην ξημερωθεί κι’ αν στο ‘πε το ρηγόπουλο χήρα να ιδώ τη μάνα του την αδελφή του Καλογριά κι’ αυτόν το νιό στα σίδερα στα σίδερα και στα δεσμά και στη καινούρια φυλακή να πέρναγα κι’ εγώ ‘πό κει να ιδώ αν του πρέπει η φυλακή |
Η ΟΜΟΡΦΗ Μια μηλιά μηλίτσα μου και τριανταφυλλίτσα μου Δάνεισε μου τ’ άνθη σου να ντυθώ ν’ αρματωθώ στο χορό να κατεβώ Να μαράνω τρεις εννιά τρεις ενιά τρεις δώδεκα και της χήρα τον ‘υγιό που με γέλασε εψές κι’ έκαψα φορτιό δαδί και μισό λίτρο κερί Ντύθηκε αρματώθηκε στο χορό κατέβηκε σαν την είδε ο Άρχοντας Θερμασιές τον έπιασαν ζάλες τον ακόλλησαν βρε μπακάλη βρε πιδί γλήγορα γλυκό κρασί να κεράσω το χορό και την κόρη π’ αγαπώ, ούλες ούλες τόπιναν κι’ η αγάπη μ’ τόχυνε |
ΜΑΝΤΖΟΥΡΑΝΑ Στης Μαντζουράνας τον ανθό έγειρα να αποκοιμηθώ λίγον ύπνο για να πάρω στα τριαντάφυλλα απάνω Κι’ αν δεν σ’ αρέσει ο ύπνος μου κόψε μου το κεφάλι μου και ρίξτο μέσ’ στη θάλασσα να το βαρούν τα κύματα της κόρης τα φιλήματα (κεντήματα) |
Ο ΑΙΤΟΣ Ένας αϊτός καθότανε στον ήλιο και λιαζότανε και με τα νύχια τ’ μάλωνε Νύχια μου κι’ ανυχάκια μου και νυχοποδοράκια μου Την πέρδικα που πιάσατε να μην τήνε χαλάσετε Θέλω να τη βάλω στο κλουβί να κελαηδεί κάθε πρωί. |
ΤΟ ΡΑΦΤΟΠΟΥΛΟ Κάτω στο κάμπο στα τσαρσιά κι’ αϊ Λένη μ’ γιέ μου ξήντα ραφτάδες έρραφταν κι’ ξήντα μαθητούδια Ούλοι έρραβαν κι’ κένταγαν αϊ Λένη μ’ γιέ μου κι’ ένα μικρό ραφτόπουλο δε ράβει δε κεντάει μον’ τραγουδούσε κι’ έλεγε, μον’ τραγουδά και λέει καμάρι μου ψιλόραφο και χρυσοκεντημένο να σ’ είχα κόψει σκέπασμα να σ’ είχα μαξιλάρι κυρα απ’ όξου τ’ άκουσε πολύ την κακοφάνη τι λες, αυτού ραφτόπουλο τι λες τι κουβεντιάζεις. Θαρθεί αφέντης θα τα πω και θα τα μαρτυρήσω |
Η ΣΤΡΟΥΜΠΟΥΛΟΥ Στρουμπουλού μου στα αλώνια σου κι όξω στα περιβόλια σου κάθεται νιος κι ανύπαντρος κι’ ένας πρωτοπαλίκαρος και τη Στρουμπουλού λέγαν Χίλια φλωριά την έταξαν Στρουμπουλού μ’ που ‘ναι η μάνα σου Η μάνα μ’ πάει στην Εκκλησιά πατέρας μου στα μαγαζιά τα δυο αδελφάκια μου στη ξενιτιά κι’ εγώ κάθομαι μοναχιά |
Ο ΧΑΛΑΣΜΟΣ Εβγα μανούλα φώναξε στα δέκα Βιλαέτια ν’κούσουν χώρες και χωριά ν’ ακούσει ο κόσμος όλος Φέτος θα γίνει πόλεμος θα γίνει κι’ ανταρσία θα κλάψουν μάνες για παιδιά γυναίκες για τους άνδρες θα κλάψ’ κι’ κύρ Δημητράκαινα τον κύρη Δημητράκη |
Η ΟΒΡΙΑ Από οβριές θέλω διαβώ κι’ από τις οβριοπούλες βρίσκω οβριά που λούζεται που βάνει το φκιασίδι σε καρυοτσόφλι λούζονταν σταλαματιά δε χύνει Οβριά μ’ τι μάνα σ’ έκανες; τι μάνα σ’ έχει κάνει; Κι εμένα μάνα μ’ έκανε μάνα σα τη δικιά σου. |
Τ’ ΑΔΕΛΦΙΑ Πέρα σ’ εκείνο το βουνό (Μωρέ παιδιά) πέρα σ’ εκείν’ τη ράχη (Μικρή Βλαχούλα μου) Στη μια πλαγιά βόσκουν αρνιά, στην άλλη βόσκουν γίδια κι’ ανάμεσα στα δυό βουνά δυο ‘δέλφια είναι θαμένα κι’ απάνω ‘πο το μνήμα τους ένα κλίμα φυτρωμένο κάνει σταφύλι κόκκινο και το κρασί μοσχάτο όποιος το κόψει κόβετε, όποιος το φάει πεθαίνει να το τρώγε η μανούλα μου να μήχε καμωμένο. |
ΤΟ ΦΙΛΗΜΑ Πολλές νύχτες περπάτησα μ’ έν’ όμορφο κοράσιο να το φιλήσω ντρέπομαι να της το ειπώ ντιριέμαι να τη αφήσω αφίλητη ταχιά γελάει με μένα. Πεζεύω δένω τ’ άλογο ‘πό λυγαριάς κλωνάρι φιλώ την κόρη μια φορά, φιλώ τη κόρη δύο κι’ απάν στο τρίτο φίλημα μου φεύγει τ’ άλογο μου σύρε κόρη μ’ για τ’ άλογο κι’ εγώ για τ’ άρματα μου Λύκος να φάει τ’ άλογο και σκώρα τ’ άρματα σου. |
Η ΒΛΑΧΟΥΛΑ Βλαχούλα ν’ εροβόλαγε από ψηλή ραχούλα με τη ροκούλα τ’ς γνέθοντας τ’ αδράχτι της γιομάτο κι’ ο βλάχος την αγνάντεψε από ψηλή ραχούλα Βλαχούλα μ’ πόθεν έρχεσαι και πόθεν κατεβαίνεις Από το σπίτι μ’ έρχομαι στα πρόβατα πηγαίνω πάω ψωμί για τα σκυλιά τσαρούχια το τσοπάνο Βλαχούλα μ’ δόσμου φίλημα δόσμον και μαύρα μάτια Το πως να δώσω φίλημα να δώσω μαύρα μάτια που μ’ έχει η μάνα μ’ μοναχή μοναχοθυγατέρα θέλ’ να με κάνει παπαδιά και νύφη του ‘κονόμου |
Η ΠΕΡΔΙΚΑ Δε σ’ τοπα περδικούλα μου κοντογιαννοπούλα μου μη παραστολίζεσαι και κοντολυγίζεσαι τι’ ναι ο Βοϊβοντας εδώ κι’ ο Κατής μέσ’ στο χωριό κείνη το παράκουσε μπήκε μέσα κι’ άλλαξε άλλαξε στολίστηκε στο γυαλί γυαλίστηκε στο γυαλί γυαλίστηκε στο χορό κατέβηκε σαν την είδε ο Βοϊβοντας ζάλες τον ακόλλησαν θερμασιές τον έπιασαν βρε παιδί κρασόπουλο να κεράσεις το χορό να κεράσεις το χορό και την κόρη π’ αγαπώ ούλες ούλες από δυο και την κόρη τέσσερις. |
Ο ΠΟΤΑΜΟΣ Πόταμε (τζιάνε ποταμέ μου) πόταμε όταν γεμίζεις και βαρείς και κυματίζεις πάρε με τζιάνε ποταμέ μου πάρε με κι’ εμέ κοντά σου στα συχνογυρίσματά σου Βγάλε με στα λειβαδάκια στις δροσιές στα χορταράκια ν’ άρχονται οι όμορφες να πλένουν μαυρομάτες να λευκαίνουν Ήρθε μία ήρθε η άλλη ήρθε ένα καλό κορίτσι έλαψε κι’ αυτό κι’ η βρύση. Δε μου λες καλό κορίτσι που τα βρήκες τέτοια κάλλη και του φεγγαριού τα κάλη; Ο πατέρας μ’ ήταν κλέφτης κι’ ο αδελφός μου πρώτος κουρσάρος. |
Η ΣΚΛΑΒΑ Κάτω στο κάμπο τον πλατύ κάτω στα μπεζιστιένια κόρη μ’ τα μαλλιά σου τέλια Τούρκα δέρνει τη σκλάβα της γιέ μ’ τη δέρνει τη μαλώνει και βαριά τη βαλαντώνει Δείρε με τούρκα δείρε με δείρε με και μάλωσε με βράδυ σαν έρθει ο αφέντης μου σαν δεν τα μαρτυρήσω τούρκα σκλάβα δε θα ζήσω το τι είδες σκλάβα και θα πεις το τι θα μαρτυρήσεις ότι είδαν τα ματάκια μου κείνα θα μαρτυρήσω. |