Ιστορίες του τόπου
ΔΗΜΟΥΛΗΣ
Πριν από την Επανάσταση του 1821, το χωριό έμεινε με 17 οικογένειες, γιατί πολλοί μετανάστευσαν για άλλα πιο ασφαλή μέρη. Ένας από αυτούς ήταν και ο Δημούλης. Στο χωριό άφησε την κτηματική του περιουσία. Ύστερα από χρόνια, ο γιος ή ο εγγονός του, ήρθε στο χωριό με πρόθεση να πουλήσει τα χωράφια του. Οι Βουνιστιώτες μ’ ένα στόμα του απάντησαν ότι ο Δημούλης δεν άφησε ακίνητη περιουσία. Στην απόγνωση του ο απόγονος, γύρισε προς την εκκλησία και σε επήκοο όλων των χωριανών, έκανε το σταυρό του και είπε: «Παναγιά μου, ότι περιουσία άφησε ο πατέρας μου, την κάνω τάμα στη χάρη σου. Γεια σας χωριανοί». Οι Βουνιστιώτες, μετά την εξέλιξη αυτή, ότι χωράφια είχε ο Δημούλης, τα έγραψαν στην εκκλησιαστική περιουσία και σήμερα ακόμα, είναι βακούφικα και διατηρούν το όνομα Δημούλη.
ΤΟ ΘΟΛΩΜΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ
Αγροφύλακας ο Θωμάς Β. Κωλέττας, ευθυτενής, 1,95 μ. περίπου, ήταν ομολογουμένως τίμιος και αξιοπρεπής. Έτυχε ασκώντας τα καθήκοντα του να βρεθεί στην τοποθεσία Βρώστιανες. Εκεί κοντά έβοσκε τα γιδοπρόβατα του ο Χρήστος Ποταμιάς συντροφιά με το Λάμπρο Ι. Μακρή.
Κάπου εκεί κοντά ήταν ένα πόσιμο νερό (γούρνα) και για να πιεις νερό έπρεπε να γονατίσεις. Ο Θωμάς γονάτισε, έσκυψε το κεφάλι για να πιει όπως τα καματερά. Εκείνη τη στιγμή τον είδε ο Ποταμιάς και με επιτακτική φωνή φώναξε «μη Θωμά, μη πίνεις νερό. Έχεις μεγάλη μύτη και θα θολώσει η γούρνα. Περίμενε να πιει πρώτα ο Λαμπράκης που’ χει μια μύτη σαν αλποπουρδή». Με το καλαμπούρι αυτό και οι τρεις έσκασαν στα γέλια. Αλποπουρδές λέγονται κάτι στρογγυλές φούσκες σα μεγάλη ρόγα σταφυλιού που βγαίνουν με τα πρωτοβρόχια στα χέρσα χωράφια.
Ο ΜΑΡΚΟΣ ΚΑΙ Ο ΚΑΜΠΟΣ
Μια ηλιόλουστη χειμωνιάτικη μέρα, ο Μάρκος Φλέγκας επάνω στον Αϊ Λιά στη θέση Κοτρωνάκια, αγναντεύοντας το Θεσσαλικό κάμπο, έπεσε σε βαθύ συλλογισμό. Έβλεπε τα καταπράσινα χωράφια σπαρμένα με σιτάρι να σχηματίζουν ένα χορτοτάπητα. Άλλα να είναι φρεσκοοργωμένα, έτοιμα να δεχθούν τις ανοιξιάτικες καλλιέργειες και κουνούσε το κεφάλι του
Εκεί τον βρήκε ο Χριστόφορος Συντήλας, τον είδε σε βαθιά συλλογή και τον ρώτησε: «τι έχεις μπάρμπα Μάρκο και συλλογιέσαι κι ούτε γυρίζεις να μας δεις; που τρέχει ο λογισμός σου; μήπως σου πνίγηκαν τα καράβια;». Και η απάντηση: «θα ήθελα Χριστόφορε, όσο κάμπο βλέπουν τα μάτια μου, να ήταν δικός μου».
Η ματαιότητα του ανθρώπου σε όλο της το μεγαλείο. Το μάτι του ανθρώπου είναι αχόρταγο.
Ο ΦΟΡΟΣ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ
Ο Χριστός είπε στον Πέτρο: «Πέτρε, Πέτρε, πάντες οι λαβόντες μάχαιραν εν μαχαίρα αποθανούνται». Ματθαίος Κ.26 Στ.52
Η ιστορία που θα περιγράψω είναι πέρα για πέρα αληθινή. Εάν μου διαφεύγουν κάποιες λεπτομέρειες, είναι γιατί τα γεγονότα έφτασαν σε μένα με την προφορική αφήγηση γεροντότερων του χωριού μας.
Ο συνολικός αριθμός των ατόμων που πλήρωσαν το φόρο του αίματος, ανέρχονται σε έξι άτομα: Γιαννάκης Κωτούζας, Ντίνας, Αραπομήτσος, Μητσιόβας, η σύζυγος του Μαρία και ο γαμπρός του Κακαράντζας Παναγιώτης. Όλοι αυτοί οι θάνατοι συνέβησαν σε διάστημα 70 χρόνων. Λίγα χρόνια πριν την απελευθέρωση της Θεσσαλίας (1881), η δημόσια ασφάλεια ήταν στο χειρότερο σημείο. Η ληστοκρατία είχε φτάσει στον Κολοφώνα της δόξας της. Ευνοήθηκε και από τη φύση της οροθετικής γραμμής που πρόσφερε ασφαλή κρησφύγετα από το Ελληνικό στο τουρκοκρατούμενο έδαφος και αντίστροφα.
Κι έρχομαι στην υπόθεση του Γιαννάκη Κωτούζα. Ο νεαρός Γιαννάκης, παντρεύτηκε την Ειρήνη, γνωστή στο χωριό σα Ρήνου. Το σπίτι της ήταν δίπλα στο σπίτι του Φώτη Σφέτσα. Ήταν μια ανδρογυναίκα, δύσκολος χαρακτήρας, ανυπόταχτη, γι αυτό και στο χωριό έγινε γνωστή σαν Παλαβορήνου. Από το γάμο αυτό γεννήθηκε μια θυγατέρα που τη βάπτισαν Μαρία. Ο συζυγικός βίος του Γιάννη και της Ρήνου, στάθηκε μια σκέτη αποτυχία, από το δύστροπο χαρακτήρα της. Ο Γιάννης ανταποκρινόταν με άγριους ξυλοδαρμούς. Αποφάσισε λοιπόν να δώσει τέλος στο γάμο του και παντρολογιόταν με μια κοπέλα από ένα χωριό της Αργιθέας. Μια μέρα που ξεκίνησε από το χωριό να πάει να δώσει λόγο στην υποψήφια, όταν έφτασε στην τοποθεσία Δημούλη, πιάστηκε από ληστές που καιροφυλακτούσαν το πέρασμα του. Οι ληστές τον οδήγησαν στου Αγά τη βρύση, κι εκεί αφού του έκοψαν μύτη και αυτιά, τον έδεσαν σ’ ένα τσουχτριάρικο δέντρο. Ένας άλλος ληστής που πέρασε τυχαία από εκεί, έδωσε τέλος στο μαρτύριο του. Τον λύτρωσε με μια σφαίρα στην καρδιά. Η μοναχοκόρη της Ρήνας μεγάλωσε ορφανή και σε ηλικία γάμου παντρεύτηκε κάποιον Ντίνα από τη Γράλιστα.
Ο Ντίνας, ήρθε σώγαμπρος στο χωριό. Ηταν χαρακτήρας δύσκολος, θηριώδης και συχνά πυκνά ξυλοφόρτωνε πεθερά και σύζυγο. Η ζωή της Μαρίας έγινε σωστή κόλαση. Για την ιστορία, αναφέρω ότι η σημερινή αλυσίδα της εκκλησιαστικής καμπάνας, είναι δωρεά …. του Ντίνα. Αυτός, εργαζόμενος στο εργοστάσιο ζάχαρης στη Λαζαρίνα, έκλεψε την αλυσίδα. Την τύλιξε γύρω από το πελώριο κορμί του κι έτσι την έβγαλε από το εργοστάσιο. Να σημειωθεί ότι η αλυσίδα ήταν πιο μεγάλη από ότι είναι σήμερα.
Ένα πρωινό ο Ντίνας βρέθηκε σκοτωμένος στη θέση Αγία Αικατερίνη Μαυρομματίου. Κυκλοφόρησε η φήμη ότι κάποιος αρβανίτης φύλακας του Ζωγράφου, ονόματι Αραπομήτσος τον δολοφόνησε. Η σύζυγος του Μαρία, στα κατοπινά χρόνια έλεγε δικαιολογούμενη για το θάνατο του, ότι δεν οφειλόταν σε ενέργεια δική της. Διηγούνταν ότι τη βραδιά της δολοφονίας, ο σύζυγος της τις νυκτερινές ώρες, ετοιμάστηκε να φύγει από το σπίτι. Όταν ρώτησε γιατί φεύγει τέτοια ώρα, της απάντησε: «αν Μαρία πετύχω απόψε, έξω φτώχια, θα ζήσεις μέσα στην καλοπέραση». Με άλλα λόγια, κάποια ληστεία θα έκανε.
Ύστερα από λίγα χρόνια, γύρω στα 1908, στην ίδια τοποθεσία, στην Αγία Μαρίνα, δολοφονήθηκε ο Αραπομήτσος από το Γραλιστινό Ανδρέα Γκίκα, για συνοριακές διαφορές των χωριών Μαυρομάτι και Γράλιστα. Πέρασαν χρόνια και η χήρα Μαρία, παντρεύτηκε το Δημήτρη Βαβλέκη, το γνωστό Μητσιόβα, που ήταν κι αυτός χήρος και από την πρώτη του γυναίκα είχε δυο παιδιά, την Ευθαλία σύζυγο Παναγιώτη Κακαράντζα και τον Απόστολο, το γνωστό στο χωριό με το παρατσούκλι Ρακοτάγκος.
Το χειμώνα του 1941, στη μεγάλη πείνα λόγω κατοχής, ο Μητσιόβας και η σύζυγος του Μαρία, βρέθηκαν κατακρεουργημένοι στο σπίτι τους στο Μέγα Ρέμα. Ο Μητσιόβας κατεσφάγη στο κατώι, κοντά στα παχνιά των βοδιών. Σε απόσταση λίγων μέτρων, μέσα στο ρέμα, οι ληστές συνέλαβαν τη Μαρία και με μαχαίρι την κατέσφαξαν. Επικράτησε η φήμη ότι πίσω από τη δολοφονία τους, κρύβονταν ο Κακαράντζας για κληρονομικούς λόγους. Γλίτωσε το θανατικό ο γιος Απόστολος ο Ρακοτάγκος
Αρχές Γενάρη του 1943, πέρασε από το χωριό μας ο Ανταρτοκαπετάνιος του ΕΑΑΣ Αρης Βελουχιώτης. Άντρες του ΕΛΑΣ συνέλαβαν τον Κακαράντζα, άγνωστο ποιοι ή ποιος τον κατέδωσε. Τον οδήγησαν στο χωριό στο Δημοτικό σχολείο. Εκεί έγινε η ανάκριση και ο φρικτός βασανισμός του, αλλά και η εις θάνατον καταδίκη του. Το άλλο πρωί, βρέθηκε σφαγμένος σαν αρνί, στο ρέμα του Κορομπίλια από την πλευρά της ράχης. Αν ο ΕΛΑΣ απέδωσε δικαιοσύνη, είναι αμφιλεγόμενο. Μετά την εκτέλεση, πέρασε από εκεί ο Κώστας Φλέγκας, τον κοίταξε καλά καλά, κούνησε το κεφάλι του με περίσκεψη και είπε: «εάν έκανες το έγκλημα, δίκαια έπαθες, εάν όμως όχι, άδικα φουκαρά».
Ο Κώστας Φλέγκας, όπως θα θυμούνται οι παλαιότεροι, είχε μια φιλοσοφική διάθεση και με τη συζήτηση αναζητούσε την αλήθεια είτε στην θρησκεία είτε στην πολιτική. Πνεύμα ανήσυχο, έμοιαζε κατά κάποιο τρόπο το Σωκράτη της Αρχαιότητας. Άρχισαν οι εκτελέσεις από τους ληστές της Τουρκοκρατούμενης Θεσσαλίας (Γιάννης Κωτούζας) και τελείωσαν με τον Παναγιώτη Κακαράντζα από τους αντάρτες του ΕΛΑΣ. Επίσης, οι τέσσερις θάνατοι, έλαβαν χώρα σε απόσταση γύρω στα 700 μέτρα περίπου Αγία Αικατερίνη Μέγα Ρέμα (Ντίνας, Αραπομήτσος, Μητσιόβας, Μαρία). Ύστερα από 30 χρόνια, κάποιος Παντελής Κουτρουμάνος από το χωριό Οξυά, με μεταμέλεια ομολογούσε στον Βασίλη Κωνσταντάκο, ότι αυτός διέπραξε τη σφαγή του ζεύγους Δημήτρη Βαβλέκη (Μητσιόβα) στο Μέγα Ρέμα.
Η ΑΡΚΟΥΔΑ
Το χωριό το επισκέφτηκε ένα καραβάνι τουρκόγυφτων. Είχαν μαζί τους μια αρκούδα. Ο νεαρός Τάσιος Δ. Καμέας, μεγάλο πειραχτήρι και ζωηρός χαρακτήρας, έριξε από μακριά μια πέτρα σημαδεύοντας την αρκούδα. Την πέτυχε σε καίριο σημείο, οπότε η αρκούδα εξαγριώθηκε, άρχισε να βρυχάται και να ρίχνει πέτρες που έφταναν από την κοινοτική πλατεία μέχρι το σπίτι του Κώστα Μιχάλη. Ο γύφτος αρκουδιάρης, δεν μπορούσε να την ηρεμήσει, βρήκε όμως ευκαιρία κι έλεγε στους χωριανούς: «τάξτε μπρε κάτι στην αρκούδα να ηρεμήσει». Ο Τάσος όπου φύγει – φύγει, τρύπωσε στα σπίτια τα Καμμαίϊκα.
Η ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΗ
Για πολλούς νέους του χωριού, η κατάταξη στη Χωροφυλακή, ήταν η μόνη λύση στο ζήτημα της απασχόλησης και να βρουν πόρο ζωής.
Σε πολλές οικογένειες, δύο και τρία ακόμη παιδιά υπηρετούσαν στη Χωροφυλακή. Τα παιδιά αυτά, δεν ξεχνούσαν την οικογένεια τους, την οποία ενίσχυαν κατά το δυνατόν με χρηματικά εμβάσματα. Οι γονείς, συμβούλευαν τα παιδιά τους να έχουν τα μυαλά τους «τετρακόσια» για να μην τους πλανέψει η ξενιτιά και ξεχάσουν τη φτώχια. Τα παιδιά δεν ξεχνούσαν και ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις των γονιών τους, έστω και με τον πενιχρό μισθό που έπαιρναν.
Ο Νάσιος Δ. Καμέας, υπηρέτησε στη Χωροφυλακή πολλά χρόνια και έφυγε συνταξιούχος. Στα πρώτα βήματα του στη Χωροφυλακή, έστελνε στον πατέρα του συχνά πυκνά γράμματα. Ο πατέρας του απαντούσε σε κάθε του γράμμα. Μια μέρα δεν άντεξε και έγραψε Ο γιος του Λάμπρου Κ. Κωλέττα Αχιλλέας, υπηρέτησε στη Χωροφυλακή και απολύθηκε με 12ετία. Στα πρώτα του βήματα, έστειλε στον πατέρα του μια ξεγυρισμένη επιταγή. Το πρώτο Σάββατο που πήγε στο Μουζάκι ο Λαμπράκης, αγόρασε τρεις ομπρέλες και πέντε γκαζοκάντηλα. Οι ομπρέλες για τα μέλη της οικογένειας και τα καντήλια για να τα χρησιμοποιεί στο σπίτι, στα Παλιοκόπρια και στα Βλισίδια. Δυστυχώς αυτή η καθ’ όλα πρακτική αγορά, έγινε αφορμή να σχολιαστεί από τους χωριανούς σαν υπερβολική και αστόχαστη σπατάλη.
Ο Βασίλης Μακρής, συνταξιοδοτήθηκε μα το βαθμό του ενωμοτάρχη. Στην πρώτη άδεια που πήρε και πήγε στο χωριό, ανάγγειλε στον πατέρα του ότι πήρε και ρολόι, για να πάρει την πατρική, όλο χαρά απάντηση: «σ’ αξίζει χρυσέ μ’, σι πρέπει γραμμένε μ’». Οι γείτονες που τον άκουσαν «μεμαρτύρηκαν». Το ρολόι την εποχή εκείνη ήταν μεγάλη υπόθεση.
ΕΧΑΣΑ ΠΑΣΑ ΙΔΕΑ
Βουλευτικές εκλογές 1961. Υποψήφιος με το κόμμα της ΕΡΕ, ο Θεολόγης με πολιτική πελατεία κυρίως τα καμποχώρια.
Στο χωριό μας δεν είχε ορίσει κομματικό αντιπρόσωπο. Με υποδείξεις του γαμβρού του, καπετάνιου από το Ζερέτσι, όρισε στο χωριό μας αντιπρόσωπο το Μήτρο Κωτσιόγκολο. Τηλεφωνική επικοινωνία με τα χωριά, τα τηλέφωνα καρβουδιστήρια. Τις βράδυνες ώρες ο Θεολόγης ζήτησε στο τηλέφωνο τον Κωτσιόγκολο να πληροφορηθεί πόσους σταυρούς έλαβε.
Στο χωριό μας δεν πήρε ούτε ένα σταυρό, ούτε του αντιπροσώπου του, νομίζοντας ο Μήτρος ότι έστω και ένα σταυρό θα έπαιρνε ο Θεολόγης. Τι να πει όμως στο τηλέφωνο, άρχισε κι αυτός να λέει «έχασα πάσα ιδέα».
Τη φράση αυτή την επανέλαβε δυο – τρεις φορές, οπότε ο Θεολόγης αγανάκτησε και έκλεισε το τηλέφωνο. Μάλλον ο υποψήφιος «έχασε πάσα ιδέα» από τον αντιπρόσωπο του.
Η ΛΥΠΗΤΕΡΗ ΚΑΜΠΑΝΑ
Όλοι μας γνωρίζουμε ότι την προπολεμική περίοδο, όταν συνέβαινε θάνατος, η καμπάνα της Παναγίας, σχεδόν όλη μέρα χτυπούσε λυπητερά. Τα γράφω αυτά και ο γνώριμος αυτός ήχος αντηχεί στα αυτιά μου και μου θυμίζει πρόσωπα γνωστά, αγαπητά, σεβαστά που έφυγαν από κοντά μας.
Το χτύπημα της καμπάνας το έκαναν οι γαβριάδες του χωριού.
Σ’ ένα ξόδι ενός γέροντα, τα παιδιά δεν άφηναν τον μικρό Ηλία Σ. Βλαχογιώργο να χτυπήσει την καμπάνα. Αγανάκτησε κι αυτός και με θυμό είπε στα παιδιά: «άντε ρε, δε θα πεθάνει ο παππούς μου, θα δείτε αν αφήσω κανέναν να χτυπήσει την καμπάνα».
Συνήθως, όταν χτυπούσε λυπητερά η καμπάνα, οι χωριανοί ρωτούσαν «ποιος πέθανε». Αυτό αποτέλεσε ερέθισμα στον Κώστα Φλέγκα και ρωτούσε να του εξηγήσουν «γιατί ρωτούν ποιος και δε λένε ποια;». Αλήθεια, κι εγώ έχω αυτήν την απορία. Ίσως να εννοούν ποιος άνθρωπος.
Η αγορά αυτής της καμπάνας έγινε στις αρχές του 1900 περίπου. Οι εκκλησιαστικοί επίτροποι Γιώργος Σ. Σωτηρίου, Αχιλλέας Δ. Τσατσούλας και ο Φώτης Χ. Κωλέττας, κατέβηκαν για την αγορά της καμπάνας στα Τρίκαλα. Διάλεξαν δύο καμπάνες και απομακρύνθηκαν σε ικανή απόσταση κοντά στο ποτάμι για να ακούσουν τον ήχο και να διαλέξουν. Δυο – τρεις γυναίκες που έπλεναν τα ρούχα τους, άκουσαν τον ήχο, κατάλαβαν το σκοπό τους και είπαν στην επιτροπή «να προτιμήσετε τη δεύτερη καμπάνα, έχει καλό ήχο».
Σ’ αυτή την επιλογή κατέληξε και η επιτροπή και δεν έπεσε έξω. Τώρα κοσμεί το νεόδμητο κωδωνοστάσιο προσφορά του Απόστολου Δ. Μπακατσέλου.
ΤΟ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ
Την προπολεμική εποχή, οι νέοι του χωριού – μόνο αγόρια – γινότανε καρναβάλια κατά το Διονυσιακό έθιμο.
Μια χρονιά, θυμάμαι, γύρω στα 1937, ντύθηκαν καρναβάλια ο Κώστας Λ. Βλαχογιώργος, ο Παναγιώτης Σ. Βαβλέκης, ο Θανασούλας Πλακιάς, ο Δημήτρης Α. Γρηγορίου, ο Αποστόλης Α. Τσατσούλας και ο Σωκράτης Γιαννούλης. Νύφη έγινε ο Σωκράτης, γαμπρός ο Αποστόλης, κουμπάρος ο Τάκας, σωματοφύλακες ο Μπράτιμος ο Κώστας και ο Παναγιώτης και πεθερά (γριά) ο Θανασουλας που με τα πετυχημένα αστεία και καλαμπούρια, έκλεψε την παράσταση. Σε μια στιγμή που η νύφη πλησίασε και χαριεντίζονταν ξετσίπωτα με το Χρήστο Ποταμιά, οι γέροι προέτρεπαν το Χρήστο να «ψάξει», να χαϊδολογήσει τη νύφη. Και να η απάντηση του Ποταμιά: «καλά αν έχει …. σαΐτα (όργανο του αργαλειού), αν όμως έχει τσιουμόξυλο (γουδοχέρι) τότε τι χαμπάρια μάστορα;». Όλοι γέλασαν με το καλαμπούρι του. Λόγω των δρώμενων των απόκρεω, να μου συγχωρέσουν οι αναγνώστες αυτή μου την αθυρόστομη γραφή.
Ο Ποταμιάς, ήταν καλαμπουρτζής και ποιητής…. εκ του προχείρου. Παραθέτω λίγους σατυρικούς στίχους. Για τον Πάνο Φλέγκα: το Σάββατο το δειλινό – πήγε ο Πάνος για καπνό – μα τα χαράματα – τον βρήκαν μαύρα γράμματα. Τον έπιασε η αστυνομία με λαθραίο καπνό που πήρε από τα καμποχώρια με ανταλλαγή καυσόξυλων.
Με την ευκαιρία ενός γάμου του συγγενούς του Θωμά Α. Σφέτσα που πήρε νύφη από τη Γράλιστα και ήταν κοντούλα, σε αντίθεση με το Θωμά που ήταν ντερέκι 1,90, ο Χρήστος έφερε το χαρμόσυνο μήνυμα στη μάνα του γαμπρού, παραλλάζοντας το τραγούδι του γάμου: «έβγα μανούλα πεθερά – να δεις τον γιο’ς τον κόρακα – σι φέρνει ένα βρικόλακα».
ΤΟ ΠΡΟΞΕΝΙΟ
Διηγούνται ότι όταν ένας φοβερός ληστής, που σκότωσε 99 ανθρώπους, πήγε να εξομολογηθεί «τα κρίματα» του, ο πνευματικός του έβαλε κανόνα να πάει σ’ ένα σταυροδρόμι να καλλιεργήσει μποστάνι και να δίνει χάρισμα τα πεπόνια στους διαβάτες. Στη γωνιά του μποστανιού, να φυτέψει ένα ξερό ξύλο.Όταν το ξύλο αυτό βλαστήσει, θα είναι ένδειξη ότι λύθηκαν οι αμαρτίες του.Ο ληστής, έκανε όπως του είπε ο πνευματικός και έδινε πεπόνια και καρπούζια στους διερχόμενους. Μια μέρα, πέρασε ένας βιαστικός διαβάτης και στάθηκε αδύνατο να τον σταματήσει να τον φιλέψει πεπόνι. Στο κάλεσμα του ληστή, απάντησε με περιφρόνηση «άσε μας κι εσύ καημένε, ξέρω τι μέρος του λόγου είσαι, μη με καθυστερείς είμαι βιαστικός». Αγρίεψε ο μποσταντζής, ξύπνησε μέσα του ο παλιός ληστής και είπε «99 σκότωσα, κι έναν ακόμα 100».Έριξε και τον σκότωσε. Παραδόξως, όταν κοίταξε το φυτεμένο ξύλο, διαπίστωσε ότι είχε βλαστήσει. Στην έρευνα που έγινε, διαπιστώθηκε ότι ο βιαστικός διαβάτης πήγαινε να χαλάσει ένα προξενιό.
Γιατί το γράφω αυτό, θα διαπιστώσετε ευθύς αμέσως. Ο Βασίλης Κωλέττας, αρραβωνιάστηκε τη Σταματώ Μακρή, αδελφή του Γιαννάκη και του Μήτρου. Ήταν λεβεντόπαιδο, ψηλός 1,95 περίπου και όμορφος ξανθός άντρας. Η γριά Μανίκαινα τον καλόβλεπε για να τον κάνει γαμπρό στη θυγατέρα της. Και να τι σοφίστηκε. Σε μια παρέα κοριτσιών που ήταν και η Σταματώ, είπε με σοβαρότητα «τι να ήταν αυτό που είδα χθες κορίτσια. Ο Βασίλης Κωλέττας λιποθύμησε, έπεσε κάτω ξερός λες κι έπαθε σεληνιασμό (επιληπτική κρίση)». Σαν τ’ άκουσε η Σταματώ, πήγε στη μάνα της και της είπε τα καθέκαστα, αλλά και την απόφαση της να μη παντρευτεί το Βασίλη. Η προξενιά χάλασε. Αργότερα τη Σταματώ τη ζήτησε κάποιος από τη Γράλιστα. Αυτή δεν τον ήθελε, αλλά οι γονείς της την ανάγκασαν με το ζόρι να τον παντρευτεί. Σαράντα μέρες μετά τον γάμο, η Σταματώ τον παράτησε και ήρθε στους γονείς της. Τις μέρες εκείνες, πέρασε από το χωριό ο Δεσπότης. Το έμαθε ο Γραλιστινός, ήρθε στο χωριό και τον παρακάλεσε να μεσολαβήσει και να πείσει τη γυναίκα του να γυρίσει κοντά του. Ο Δεσπότης, αναχωρούσε κι ήταν καβάλα στο άλογο. Πίσω του ακολουθούσε η Σταματώ και την συμβούλεψε να γυρίσει στον άντρα της. Εκείνη όμως ήταν ανένδοτη. Ακολουθούσαν τον δρόμο τον παλιό από την απιδιά. Όταν έφτασαν στον πάτο του χωραφιού της Κωστάντως του Σταύρου, σταμάτησε ο Δεσπότης κάτω από μια βιτσοκρανιά και της είπε: «θα γυρίσεις στον άντρα σου, ναι ή όχι;». Όχι ήταν πάλι η απάντηση της. «Τότε, να έχεις την κατάρα μου». Εκεί χώρισαν. Η Σταματώ, από εκείνη τη μέρα, εξαφανίστηκε. Υστερα από 3-4 ημέρες, την βρήκαν απαγχονισμένη από τη βιστοκρανιά. Ήταν εκεί που ο Δεσπότης την καταράστηκε.
Μετά από λίγο καιρό, ο Βασίλης, αρραβωνιάστηκε και παντρεύτηκε την κόρη της Μανίκαινας. Μετά από πολλά χρόνια, ο γιος του Βασίλη, Θωμάς, παντρεύτηκε την ανεψιά της Σταμάτως, Σταθούλα, θυγατέρα του Γιαννάκη Μακρή . Ίσως ο γέρο Βασίλης, να είχε τύψεις για το χαμό της Σταμάτως. Θα μπω στον πειρασμό να αναφέρω μια παραπλήσια ιστορία σχετική με προξενιό.
Ο παπα-Γιώργης Φρύδας, είχε μια θυγατέρα ονόματι Λαμπρινή. Από μικρή οι γονείς της, της έλεγαν ότι θα την παντρέψουν με το Γιώργο Τσατσούλα. Σ’ αυτό συμφωνούσαν και οι γονείς του Γιώργου. Επίσημα δεν είχε γίνει αρραβώνας. Ο Γιώργος όμως, έδωσε λόγο στη Μαρία Στ. Μπακατσέλου κι ένα Σαββατόβραδο γινότανε οι αρραβώνες. Στο γλέντι που ακολούθησε, έπεσαν πυροβολισμοί. Τους άκουσε ή Λαμπρινή – έμενε εκεί κοντά – και ρώτησε τη μάνα της πού πέφτουν και γιατί οι πυροβολισμοί. Η μάνα της, της είπε ότι ρίχνονται από το σπίτι των Μπακατσελαίων, γιατί αρραβωνιάζεται η Μαρία το Γιώργο Τσατσούλα. Τότε η Λαμπρινή, κατέβηκε στο κατώι, άνοιξε τις κάνουλες των βαρελιών και χύθηκε το κρασί. Ίσως σπονδή στον αρραβώνα της που δεν έγινε ποτέ. Από εκείνη τη στιγμή, σάλεψε το μυαλό της Λαμπρινής, έμεινε ανύπαντρη και ποτέ δεν συνήλθε από το μεγάλο σοκ.
Ύστερα από πολλά χρόνια, ο Γιώργος, πάντρεψε το γιο του Κώστα, με τη Βασιλική Μήτρου Μπαλατσού, που ήταν ανεψιά από αδελφή της Λαμπρινής. Στο χωριό έλεγαν ότι ο Γιωργάκης ήθελε να φύγει «το κρίμα» που έγινε στην Ααμπρινή. Αναφέρω τα δυο αυτά περιστατικά, όχι τελείως όμοια και ο καθένας ας βγάλει τα συμπεράσματα του.
ΤΟ ΚΟΥΝΑΒΙ ΚΙ Ο ΛΑΜΠΡΑΚΗΣ
Χειμώνας και οι χωριανοί Λαμπράκης Ι. Μακρής και ο Κώστας Μιχάλης ή Τσατσούλας, βγήκαν για κυνήγι στο απόσκιο. Έριχνε χιονόνερο και μόλις είχε στρώσει το χιόνι, ιδανική περίπτωση για ανίχνευση θηραμάτων. Διέκριναν ίχνη από κουνάβι κι άρχισαν να τα ακολουθούν. Συνάντησαν κι έναν Μαυροματιανό κι όλοι μαζί, έφτασαν στα καρτέρια. Εκεί, σ’ ένα κουφαλιασμένο δέντρο, διαπίστωσαν ότι το κουνάβι είχε τρυπώσει στην κουφάλα του. Ακολούθησαν τη γνωστή μέθοδο του καπνίσματος.
Ο Λαμπράκης ανέβηκε στο δέντρο και οι άλλοι δυο, έβαλαν φωτιά με μούσκλα (βρύα). Σε μια στιγμή το κουνάβι επιχείρησε να ξεφύγει, αλλά το άδραξε από το λαιμό. Το κουνάβι γύρισε τότε και του δάγκωσε τον αντίχειρα. Είναι γνωστή η σκληρότητα του κουναβιού, γιατί όταν συλληφθεί σε παγίδα, δεν διστάζει με τα δόντια του να κόψει το πόδι του.
Ο Λαμπράκης, πονούσε φοβερά. Αλλά δεν το άφησε, το έχωσε στην μεγάλη τσέπη που είχε το κοντοκάπι του και είπε στους συντρόφους του ότι το κουνάβι ξέφυγε. Ο Μαυροματιανός έφυγε για το χωριό του. Τότε ο Λαμπράκης, έβγαλε από το κοντοκάπι του το ζωντανό κουνάβι και είπε στον έκπληκτο Κώστα «στούμπα εδώ», εννοώντας ότι έπρεπε να το κτυπήσει στο κεφάλι και να το αποτελειώσει για να ελευθερωθεί επιτέλους το δάχτυλο του.
Σκληρός, πράγματι, ο Μακρής, αλλά πρέπει να σημειωθεί ότι το έκανε αυτό γιατί το δέρμα του κουναβιού την εποχή εκείνη ήταν πανάκριβο, άξιζε γύρω στις 1000 δραχμές. θα ήταν καλύτερο να το μοιράσουν δυο παρά τρεις και μάλιστα ο τρίτος ήταν ξενοχωρίτης. «Έρμη φτώχια τέχνας κατεργάζεσαι και πόνους υπομένεις».
ΣΑΣ ΠΗΡΑΜΕ ΤΗΝ ΠΕΡΔΙΚΑ
Την προπολεμική εποχή, πριν το 1920, η Ο.Β από το χωριό μας, παντρεύτηκε στη Σκλάταινα. Ήρθε αρκετή καβαλαρία σε άλογα και μουλάρια. Πριν ξεκινήσει η νύφη για το καινούριο της χωριό, οι συμπέθεροι είπανε το νυφικό τραγούδι: «Αιντε νύφη μας να πάμε / νύχτωσε και δε προπάμε / τα ποτάμια δε περνάνε». Και πράγματι, για να πάνε στη Σκλάταινα περνούσαν τρία ποτάμια.
Κατά την αναχώρηση, ο δρόμος περνούσε από το πουρνάρι και κατηφόριζε στο σπίτι του Παναγιώτη Βαβύλη (νυν Στέφου Φλέγκα) και έλεγαν το τραγούδι: «Σας πήραμε την πέρδικα την τετραπλουμισμένη». Η απάντηση, ατάκα του γέρου Φώτη Χ. Κωλέττα: «Μας πήρατε τη χουχουιάβα (κουκουβάγια)» χωρίς βέβαια να ακουστεί από την καβαλαρία. Η νύφη δε φημιζόταν για την ομορφιά της!
ΤΟ ΠΕΠΟΝΙ ΤΟΥ ΔΑΣΚΑΛΟΥ
Ο αείμνηστος δάσκαλος μας Ηλίας Καραγιάννης, είχε ένα μποστάνι στου Διάκου το αλώνι και με κομπασμό έλεγε στους χωριανούς ότι είχε ένα τεράστιο πεπόνι, περίμενε να ωριμάσει και να μαζέψει τους σπόρους για τον επόμενο χρόνο.Αυτό άκουσε ο μικρός Απόστολος Χ. Βαβύλης και μαζί με το φίλο του Τάσο Μπορίλα αποφάσισαν να το πάρουν. Δεν μπορούσαν να το σηκώσουν και το κύλησαν μέχρι το ρέμα όπου με την ησυχία τους το γεύτηκαν. Ο δάσκαλος έλεγε με παράπονο στους χωριανούς ότι όποιος έκλεψε το πεπόνι, να δώσει τουλάχιστον τους σπόρους. Οι δύο μικροί μαθητές, άκουσαν τις παρακλήσεις του δασκάλου και πήγαν και άφησαν τους σπόρους στο μέρος που ήταν το πεπόνι. Αγαλλίασε η καρδιά του δάσκαλου όταν είδε τους σπόρους. Άλλη ζαβολιά του μικρού Απόστολου ήταν να περιποιηθεί δεόντως τα αλπονόρια του Κορομπίλια κοντά στο χωράφι του στη ράχη. Έγινε αντιληπτός από τον κέρβερο δραγάτση του χωριού και τον περίμενε στη ρίζα του δέντρου για να του τις βρέξει με την μαγκούρα του. Ο Απόστολος είχε επάνω του τσιγαρόχαρτο και καπνό από τον πατέρα του και έκανε το εξής τέχνασμα : τα πέταξε λίγο μακριά από το δέντρο και όπως ο αγροφύλακας πήγε να τα πάρει, βρήκε την ευκαιρία και με νεανική τρεχάλα μέχρι τη θέση Δημούλι, γλίτωσε τις ξυλιές και το ρεζίλεμα. Αθώες νεανικές πράξεις για κατανάλωση φρούτων. Στο διάστημα του μεσοπολέμου, και μεγαλύτερα στην ηλικία άτομα επιδίδονταν στο σπορ της φρουτοκλοπής.
Η ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
Συνεδριάζει γύρω στα 1923 το Κοινοτικό Συμβούλιο για διάφορα ζητήματα του χωριού. Τη στιγμή εκείνη μερικά γαϊδούρια του πέρα Μαχαλά διασχίζουν την πλατεία γκαρίζοντας. Πολλοί χωρικοί είναι μαζεμένοι κάτω από τον γέρο Πλάτανο, τότε ο θυμόσοφος Ζαχαρίας Γιαννούλης, σχολίασε το γεγονός ως εξής: «φαίνεται έμαθαν ότι συνεδριάζει το Κοινοτικό Συμβούλιο κι ήρθαν να μάθουν τις αποφάσεις του». Γέλια τρανταχτά σκόρπισε σ’ όλους αυτό το καλαμπούρι. Όταν οι Κοινοτικοί άρχοντες τελείωσαν τη συνεδρίαση έμαθαν τα λεχθέντα. Στην αρχή παρεξηγήθηκαν, αλλά σιγά-σιγά διασκέδασαν και αυτοί με το χωρατό του Ζαχαρία.
Ο ΓΑΛΑΝΤΟΜΟΣ
Στον πλάτανο, στη βρύση του πέρα μαχαλά, κάθονταν ο Θανασούλας Πλακιάς, ο Βασίλης Μακρής και μερικοί άλλοι. Η συζήτηση έφτασε και στην κουβαρντοσύνη κι όταν ο Βασίλης παινεύτηκε για την γαλαντομία του, ήρθε η απάντηση από το Θανασούλα: «ξέρω τι κουβαρντάς είσαι όταν κάθεσαι για φαγητό … δένεις τη γάτα». Οι παρευρισκόμενοι γέλασαν με την επισήμανση του. Η συζήτηση δεν είχε σοβαρό χαρακτήρα, γινότανε χάριν αστεϊσμού.
Ο Θανασούλας έκανε ένα υπαίθριο αποχωρητήριο στον κήπο του. Όταν άνοιξε το βόθρο, έπεσε μέσα ένα αρνί της Πολυξένης Φρύδα κι ακολούθησε ο παρακάτω χαρακτηριστικός διάλογος:
Πολυξένη: Το αποχωρητήριο σε μάρανε
Θανάσης: Γι αυτό όταν περνάω από το σπίτι σου γλιστράω
Ήθελε μ’ αυτό να τονίσει ότι η Πολυξένη δεν είχε αποχωρητήριο και γι αυτό κάπου πατούσε και … γλιστρούσε.
ΟΤΑΝ ΣΕ ΧΑΛΕΥΟΥΝ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
Στα παλιά χρόνια, τα δυο αδέλφια Κώστας και Ανάστασης Λάμπρου, ζούσαν αγαπημένοι και μονιασμένοι στα Βλισίδια και τα Παλιοκόπρια.
Απόγονοι του Κώστα ήταν ο Βάϊος και ο Λάμπρος και του Ανάσταση ο Θωμάς και οι γιοι του Σταύρος, Μήτρος (Τσακαμήτρος) και Κίμος. Μεταξύ των αδελφών υπήρχαν ιδιομορφίες. Ο Κώστας ήταν ζωηρός, δραστήριος, έξυπνος, με δυο λόγια όπως λέγουν, καλίγωνε τον ψύλλο στον αέρα. Ο Ανάστασης ήταν αγαθός, φιλήσυχος, ειρηνικός. Άνθρωπος του Θεού, όπως λέμε και τον εκμεταλλεύονταν ο αδελφός του ο Κώστας.
Όταν ερχόταν Κυριακή ή άλλη χρονιάρα μέρα, ο Κώστας έλεγε: «άντε ορέ Ανάσταση, πήγαινε στα γιδοπρόβατα, εμένα με χαλεύουν (ζητούν) στο χωριό, αφήνοντας να εννοηθεί ότι τον ζητούσαν οι κεφαλές του χωριού να λύσουν διάφορα ζητήματα που αφορούσαν την Κοινότητα. Ο αδελφός του υπάκουε χωρίς αντίρρηση και πήγαινε με τα γιδοπρόβατα στο Γελαδόσταλο. Τη Δευτέρα το πρωί ο Κώστας έλεγε «άιντε Ανάσταση, πάρε τα ζυγάλετρα και το ζευγάρι και πήγαινε να οργώσεις το χωράφι στα Βλισίδια, εγώ θα πάω τα γιδοπρόβατα στα διάσελα». Και πάλι ο Ανάστασης υπάκουε αλλά κουνούσε το κεφάλι με σημασία.
Κυριακή στο χωριό και η εκεί παρουσία του Κώστα, είχε κοινωνική προβολή και σημασία και η Δευτέρα ξάπλωμα της «αρίδας» στο διάσελο και τις γούρνες. Αν καμιά φορά ο Ανάστασης εκδήλωνε την επιθυμία να πάει κι αυτός στο χωριό, του απαντούσε: «κοίταξε, στο χωριό που θα πας, αγγαρεία θα σε στείλουν, παράδες θα σου χαλέψουν, το μπελιά σου θα βρεις, κάθισε στα αυγά σου».
ΣΤΑΣ ΛΟΥΤΣΑΣ ΚΑΙ ΤΑΣ ΛΑΥΡΑΣ
Η Ελένη Ε. Αναγνώστου, από μικρή έφυγε από το χωριό για την Αθήνα, όπου και εργαζόταν ως Νοσοκόμα. Σε μια επίσκεψη της στο χωριό το καλοκαίρι, όταν αναχωρούσε, την αντάμωσε η Ζαχαρίαινα (Σοφία Ζ. Γιαννούλη) και τη ρώτησε: «καλά, θα φύγ’ς Λέν’. Ιγώ νόμ’ζα θα κάτ’ς ιδώ στο χωριό».
«Τι λες καημένη θεία, μπορώ εγώ τώρα να ζήσω στας Λούτσας και τας Λαύρας;» (τοποθεσίες στο απόσκιο Λούτσες και Λαύρα). (Κατά το Πάτρας και Κοζάνας.)
(Οι γυναίκες και τα κορίτσια που άκουσαν την απάντηση σε γνήσια … καθαρεύουσα, γέλασαν με την ψυχή τους).
ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΚΟΥΦΑΛΟ
Η συγκέντρωση των ανδρών τα παλιά χρόνια τις Κυριακές και τις άλλες χρονιάρες μέρες, γίνονταν κάτω από το γέρο-πλάτανο, το λεγόμενο κούφαλο. Γύρω από την κουφάλα σε σχήμα πέταλου, ήταν ξύλινα καθίσματα κι εκεί πάνω καθότανε οι χωρικοί ακουμπισμένοι στα χοντρά ραβδιά τους, με τα καθαρά σκούτινα ρούχα, τις καθαρές τραχηλιές, τα κονιά τους (πουκάμισα χωρίς γιακά) και τα γιλέκα με τα πολλά κουμπιά.
Πρέπει εδώ να τονίσω ότι αυτόν τον γέρο πλάτανο, ο εκατοχρονίτης παππούς μου Αχιλλέας Τσατσούλας, στα 1950, μου έλεγε ότι έτσι τον θυμόταν γερασμένο και κουφαλιασμένο. Κατά προσέγγιση πρέπει να είναι ηλικίας 500 ετών. Στον άτυχο πόλεμο του 1897, η κουφάλα χρησίμευε ως μπουφές καφενείου. Κάτω από τη σκιά του, οι κεφαλές του χωριού συζητούσαν τα κοινοτικά ζητήματα που αφορούσαν το χωριό, τις αγροτικές ασχολίες και για τα γιδοπρόβατα τους. Εκεί ανέλυαν την πολιτική κατάσταση του τόπου ή διηγούταν διάφορα περιστατικά από τους πολέμους που έλαβαν μέρος, τη στρατιωτική τους θητεία ή τη ζωή τους στην Αμερική. Αν κάποιος χωριανός ερχότανε από τις μεγάλες πόλεις (Αθήνα – Θεσσαλονίκη κ.λ.π) τότε άκουγαν όλοι με μεγάλη προσοχή την ανάλυση που έκανε με εμβρίθεια «πολιτικού σχολιαστή» για την πολιτικο-στρατιωτική κατάσταση του «Ελληνικού».
Ένας τέτοιος ομιλητής ήταν ο απόστρατος μοίραρχος Παναγιώτης Βαβύλης, που μονοπωλούσε τη συζήτηση, αλλά και δεν παρέλειπε να κατηγορήσει το Βενιζέλο, σαν παλιός βασιλικός και οπαδός του Λαϊκού κόμματος. Ακουγα με προσοχή και τεντωμένα αυτιά, μικρό παιδί, τις διηγήσεις για τα πολεμικά γεγονότα του 1912-1913 και για τη Μικρασιατική εκστρατεία. Ο Μήτρος Συντήλας, άνδρας θεριό, με το αρειμάνιο μουστάκι του, διηγούνταν τον Ελληνοβουλγαρικό πόλεμο και ιδιαίτερα την θρυλική μάχη του Λαχανά (1913) που έλαβε μέρος και πως οι Βούλγαροι τη φορά εκείνη οπισθοχώρησαν πανικόβλητοι «έφευγαν σα στρεγκλιασμένα γελάδια» κι ότι αν η Ελληνική Μεραρχία έπιανε έγκαιρα τη γέφυρα του Ορλιακού (Στρυμωνικού), πολλοί στρατιώτες του Βουλγαρικού Στρατού θα πιάνονταν αιχμάλωτοι.
Ο Νικολός Φ. Κωλέττας διηγούνταν πως από τα υψώματα της Γκόρνα Τζουμαγιάς αντίκριζαν τον κάμπο της Σόφιας και πως την ημέρα που έγινε ανακωχή, σκοτώθηκε ο θρυλικός Βελισσάριος και ο χωριανός μας Χαράλαμπος Φλέγκας, το παλικάρι αυτό που πολεμούσε όρθιο και δύο φορές προάχθηκε έπ’ ανδραγαθία στο πεδίο της μάχης. «Θυμάμαι» έλεγε με βουρκωμένα μάτια «το μέρος που είναι θαμμένος».
Ο Κώστας Φ. Κωλέττας που έλαβε μέρος στην Μικρασιατική εκστρατεία με Διοικητή τον Συν/χη Πλαστήρα το θρυλικό Καραπιπέρη, διηγούταν παραστατικότατα τις μάχες του Καλεκροτο και Σαγγάριου και την ηρωική επέλαση του Καραπιπέρη. Θυμάμαι και τις διηγήσεις του Κώστα Χ. Κορομπίλια για το Μακεδόνικο αγώνα 1905 1908 που έλαβε μέρος στις μάχες με τους κομιτατζήδες στο Βάλτο των Γιαννιτσών και στο Καϊμακτσαλάν.
Βαθιά εντύπωση μου έκανε η διήγηση του δάσκαλου μας Ηλία Καραγιάννη για την επανάσταση του 1878 να λέει χαρακτηριστικά «θυμάμαι ήμουνα μικρό παιδί τον ηρωικό Σχρατηγό Ζιάκα να κόβει ανήσυχος βόλτες πέρα στη Λάκκα. Σε μια συζήχηση στο κούφαλο για αστρονομικά ζητήματα, έλαβαν μέρος οι «γραμ-ματιζούμενοι», όπως αποκαλούσαν οι χωριανοί τους απόφοιτους Γυμνασίου. Αυτοί, θέλοντας να κάνουνε επίδειξη των γνώσεων τους, άρχισαν να λένε ότι ο ήλιος είναι 12.000 φορές μεγαλύτερος από τη Γη. Αίσθηση προκάλεσε στους αγαθούς χωριανούς αυτή η αποκάλυψη. Μερικοί σταυροκοπήθηκαν, έφτυναν στον κόρφο τους και έλεγαν κουνώντας το κεφάλι «με τέτοια μυαλά που κουβαλάνε οι σημερινοί νέοι, θα μας κάψει ο Θεός». Ο γέρο-Φώτης ανέλαβε ύστερα από περίσκεψη να αποκρούσει τους εισάγοντας “καινά δαιμόνια” με το ατράνταχτο επιχείρημα “καλά αφού ο ήλιος είναι τόσες φορές μεγάλος, τότε γιατί όταν εγώ είμαι κάτω από τον ίσκιο του δένδρου, ο ήλιος δε με βλέπει”. Μονομιάς, οι χωριανοί έσκασαν στα γέλια. Σείστηκε ο πλάτανος. Οι νεαροί δεν μπόρεσαν να αντικρούσουν το σόφισμα του γερο Φώτη Χρ. Κωλέττα.
Μεταξύ των ετών 1905 – 1920 περίπου 50 άτομα μετανάστευσαν στην Αμερική. Μερικοί μετά από παραμονή τριών τεσσάρων ή περισσότερων χρόνων, επέστρεψαν στο χωριό. Πρώτος μετανάστευσε ο Θανάσης Μ. Τσατσούλας (1905) και το 1907 ακολούθησαν ο Θωμούλας Χ. Κωλέττας, ο Απόστολος Χ. Υφαντής και ο Θανάσης Π. Φρυδάς. Από τα άτομα αυτά, 20 περίπου απεβίωσαν στην Αμερική. Οι υπόλοιποι που επέστρεψαν στο χωριό, στις συζητήσεις που είχαν στο κούφαλο, διηγούνταν με λεπτομέρειες τη ζωή τους στη μεγάλη χώρα που έζησαν και ιδιαίτερα για την εργασία στα μεγάλα ρεστωράν της Νέας Υόρκης. Μερικοί συζητούσαν για την Οδύσσεια του ταξιδιού με τα καράβια «σκυλοπνίχτες» της τότε εποχής. Το ταξίδι διαρκούσε 20 -25 ημέρες. Ο γνωστός Μητσιόβας (Δημ. Βαβλέκης) έλεγε για τα πολλά πιάτα που είχε πλύνει: «αν έχουν οι πέτρες στον Αράπη και τα Παλιοκόπρια τελειωμό, έχουν και τα πιάτα της Νέας Υόρκης».Ήταν ο άνθρωπος που στην κυριολεξία γύρισε από…. τα πιάτα.
ΦΟΥΣΤΑΝΙ ΜΑΧΑΛΑΣ
Την προπολεμική εποχή, υπήρχε αλλά σε μικρή έκταση η ονομασία του πέρα μαχαλά «φουστάνι μαχαλάς» και του δώθε μαχαλά «παλιρούτι». Παλιρούτι λέγεται το παλιό ρούχο.
Από έρευνα που έκανα, η ονομασία αυτή ανάγεται στη δεκαετία 1925-1935, όταν κορίτσι τότε η Ιουλία Καραγιάννη, κόρη δασκάλου, ήταν μοδίστρα και ντύνονταν κομψά. Ο άλλος μαχαλάς ήταν ανέκαθεν συντηρητικός σε όλες τις εκδηλώσεις. Οι ονομασίες αυτές μετά το 1950, έπαψαν να κυκλοφορούν.
ΤΟ ΠΑΛΙΚΑΡΙ ΤΗΣ ΦΩΤΩΣ
Η Φώτω Χρήστου Μπεζιλιώτη το γένος Νάσιου Θεοδωρή, στα γεράματα της λόγω αρθριτικών, πονούσαν τα πόδια της και με δυσκολία πήγαινε στα Βαρκά και στις άλλες μετακινήσεις της στο χωριό. Έλυσε κατά κάποιο τρόπο το πρόβλημα της, μ’ ένα ήσυχο και πράο γαϊδουράκι. Ήταν για τη Φώτω, όπως έλεγε στους χωριανούς «τα ποδάρια της».
Το γαϊδουράκι προσβλήθηκε από τα λεγόμενα μούρα, δηλαδή έβγαλε στο σώμα του κάτι καρκινοειδή εξογκώματα.
Ο Μητράκος Κωτούζας, ανέλαβε αφιλοκερδώς να το γιατρέψει, χειρουργώντας τα μούρα και καυτηριάζοντας τα. Μια Κυριακή ο Χρήστος παρακάλεσε τους χωριανούς Χρήστο Τσατσούλα και Ηλία Κωνσταντάκο να βοηθήσουν τον …. κτηνίατρο, ρίχνοντας κάτω το γαϊδούρι και ακινητοποιώντας το.
Ο γάιδαρος αντιδρούσε έντονα, αλλά η πίεση των βοηθών στο κεφάλι και ιδιαίτερα στα ρουθούνια, έφτασε στο κατακόρυφο. Σε λίγο έπεσε σε ακινησία και ο Χρήστος έλεγε «κουνήσου μαγκουφκο» και παρότρυνε το χειρουργό: «κόψε Μητράκο, κόψε τώρα που ναρκώθηκε».(είχε ψοφήσει ο γάϊδαρος!)
Ο Μητράκος, με μεγαλύτερο ζήλο, εκτελούσε την επέμβαση. Ο Ηλίας Κωνσταντάκος, (παλιά αλεπού), κατάλαβε ότι κάτι κακό συνέβη στο γομάρι και αποχώρησε εσπευσμένα, και όταν οι χωριανοί τον ρώτησαν πως πήγε το χειρουργείο, απάντησε: «περιμένετε λίγο και θα ακούσετε». Δεν απόσωσε το λόγο του και ακούστηκαν οι γοερές φωνές της Φώτως: «πάει το παλικαράκι μ’, το’ χασα, πάει ο σύντροφος μου, μ’ τον φάγατε». Οι φωνές της ακούστηκαν σ’ όλο το χωριό.
Ο Θωμάς Γ. Κωλέττας και η Παναγιούλα, έτρεξαν στο σπίτι της να την παρηγορήσουν, νομίζοντας ότι κάτι κακό συνέβηκε στο σύζυγο της Χρήστο. Μάλλον με ανακούφιση δέχθηκαν την πληροφορία ότι ο γάιδαρος τίναξε τα πέταλα.
Βέβαια ο Μητράκος, έφυγε γρήγορα στενοχωρημένος αλλά και με το φόβο μήπως πληρώσει τη νύφη από την παράνομη … ιατρική επέμβαση.
Οι χωριανοί που ήταν μαζεμένοι στον πλάτανο, ήταν σε απορία αν έπρεπε να γελάσουν ή να συμπονέσουν τη Φώτω για την πράγματι σοβαρή απώλεια του… συντρόφου της. Μάλλον το δεύτερο συνέβη. Τον Μητράκο τον ονόμασαν Κατσίγρα, όνομα γνωστού ιατρού χειρουργού της Λάρισας.
ΤΑ ΠΑΙΝΕΜΑΤΑ
Γύρω στα 1912, τότε που η πολιτική συμβίωση Βασιλιά και Βενιζέλου ήταν αρμονική, ο Μήτρος Ζαρνακούπης, επισκέφθηκε το σπίτι του Στέργιου και Μητράκου Μπακατσέλου.
Τον καλωσόρισαν η Σταύραινα Κούτρα και η θυγατέρα της Βασίλω, σύζυγος του ΙΜητράκου. Οι γυναίκες τον φίλεψαν τυρόπιτα που περίσσεψε από το μεσημέρι, έβγαλαν και τυρί αλλά και μία μεγάλη κούπα κοκκινέλι. Ο Μήτρος περιποιήθηκε δεόντως «τα περισσεύματα των κλασμάτων» ήπιε το κρασί και σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού του τα μουστάκια του.
Για να κολακέψει τις οικοδέσποινες που πλουσιοπάροχα τον τραπέζωσαν, είπε τα επαινετικά του λόγια «εσύ Σταύραινα μυαλό Κωνσταντίνος αλλά κι εσύ Βασίλω μυαλό Βενιζέλος». Το λόγο δεν απόσωσε και στην πόρτα παρουσιάστηκε ο γέρο Στέργιος. Είδε τις γυναίκες που τον άκουγαν με προσοχή και κολακευμένες, κούνησε το κεφάλι του και είπε: «τι σας λέει πάλι αυτός, αλλά φαίνεται τον καλοφιλέψατε και τον κρασοποτίσατε».
ΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΠΑΘΗ
Στο διάστημα του μεσοπολέμου 1915-1936, τα πολιτικά πάθη της εποχής εκείνης ήταν και στο χωριό μας έντονα, ιδίως μεταξύ Βασιλικών (Λαϊκών) και Βενιζελικών (φιλελεύθερων). Μπορώ να πω ότι ο πέρα μαχαλάς ήταν με το Βενιζέλο και ηγούταν ο Μητράκος Μπακατσέλος, ο Γιώργος Τσατσούλας και ο Ηλίας Καραγιάννης. Ο δώθε μαχαλάς, ήταν με το Βασιλιά και ηγούταν οι Βαβυλαίοι, ο Ανδρέας Γρηγορίου ο Στέφανος Βαβλέκης και ο Ζαχαρίας Γιαννούλης.
Με ενέργειες του Ανδρέα, ο μοναδικός δάσκαλος Καραγιάννης, μετατέθηκε για ένα χρόνο στη Βατσουνιά, με αποτέλεσμα το χωριό να μείνει χωρίς δάσκαλο και πολλά παιδιά να πηγαίνουν «για διάβασμα» στη Βρώστιανη (Αμυγδαλή). Ο γιος του Ανδρέα, Τάκας, πήγαινε στο Μαυρομάτι.
Ή πολιτική εμπάθεια σε όλο της το μεγαλείο.
Την εποχή αυτή ο Παναγιώτης Δ. Βαβύλης, θεριό ανήμερο και φανατικός Βασιλικός, στρατοκαρτέρευσε στη θέση Πουρνάρι το Μητράκο Μπακατσέλο με άγριες διαθέσεις.
Ατάραχος ο Μητράκος τον αντιμετώπισε με παροιμιώδη απάθεια και με τη φράση «Παναγιώτη τι έπαθες τι σου συμβαίνει;». Κόκαλο ο Παναγιώτης, δεν περίμενε τέτοια αντιμετώπιση, ήθελε αντίλογο για να βρει δικαιολογία για επίθεση. Έτσι έληξε άδοξα ο στημένος πολιτικοκαυγάς.
Ο ΒΙΑΙΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΓΙΟΥ ΤΟΥ ΚΑΡΑΧΑΣΑΝΗ ΑΛΗ
Θα πρέπει να διηγηθώ ένα πραγματικό γεγονός που συνέβη λίγα χρόνια πριν την Επανάσταση του 1821. Ως γνωστόν, ο δυνάστης του χωρίου τουρκαλβανός ΚΑΡΑΧΑΣΑΝΗΣ, ήρθε στο χωριό στα χρόνια του Αλή Πασά σαν αγροφύλακας. Έκανε όμως ένα σόφισμα για να ενοχοποιεί τους κτηνοτρόφους. Κατασκεύασε δυο ξύλινα ομοιώματα ποδιών γιδοπροβάτων. Μ’ αυτά τσαλαπατούσε τις καλλιέργειες κι ύστερα ζητούσε υπέρογκα σύλληπτρα. Οι φτωχοί κτηνοτρόφοι, δεν είχαν χρήματα να πληρώσουν και τους έβαζε να υπογράφουν έντοκα γραμμάτια. Με τον παράνομο αυτό τρόπο, κατέλαβε πολλά χωράφια του χωριού. Πολλά από αυτά τα γραμμάτια, ο γιος του Καραχασάνη, τα πήγε στην Κωνσταντινούπολη για επικύρωση και στη συνέχεια την είσπραξη τους. Στην επιστροφή του από την Πόλη, διανυκτέρευσε στη Λάρισα. Εκεί, από ακριτομύθια του πληροφορήθηκαν το σκοπό του Βουνιστιώτες Τυρναβίτες που πριν από μερικά χρόνια μετανάστευσαν και εγκαταστάθηκαν στον Τύρναβο. Είναι γνωστό ότι πριν την Επανάσταση, 70 οικογένειες από το χωριό μας μετανάστευσαν στον Τύρναβο. Πληροφορήθηκαν λοιπόν την ημέρα αναχώρησης του από τη Λάρισα και σε επίκαιρο σημείο της διαδρομής, του έστησαν καρτέρι. Αιφνιδίασαν το άλογο του που τον έριξε στο έδαφος. Τότε με ξύλα, τον αποτελείωσαν. Από το χαρτοφυλάκιο του πήραν μόνο τα γραμμάτια και τα κατέστρεψαν. Δεν έθιξαν όμως τα χρήματα που είχε επάνω του. Οι αρχές της Λάρισας απέδωσαν τον θάνατο του σε πτώση από το άλογο του.Έτσι οι Βουνιστιώτες του Τυρνάβου, απάλλαξαν τους χωριανούς από μία άδικη πράξη του δυνάστη κατακτητή. Μετά από λίγα χρόνια, γύρω στα 1825, οι οπλαρχηγοί Γιώργος Μπακατσέλος και Δημήτρης Κορομπίλιας, απάλλαξαν το χωριό από την παρουσία του Καραχασάνη. (βλέπε βιβλίο Χαρίλαου Κωλέττα «Ελληνόκαστρο χώρα Βούνιστα» σελ. 11 και 13)
Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΥ ΑΡΑΠΗ
Κάτω από το γρανιτένιο όγκο του Παλιόκαστρου και στη δυτική του πλευρά, βρίσκεται η Σπηλιά του Αράπη. Σύμφωνα με παλαιό θρύλο στη σπηλιά αυτή κατοικούσε ένας Αράπης που βρήκε βίαιο θάνατο από μια γριά μάγισσα. Η μάγισσα απάνω στο Παλιόκαστρο έγνεθε με τη ρόκα της. Έριξε στον Αράπη το κουβάρι να πιαστεί από τη κλωστή και να ανεβεί στη κορυφή. Στο μέσο της διαδρομής κόπηκε η κλωστή έπεσε και σκοτώθηκε. Άλλος θρύλος λέει ότι Βουνιστιώτες κυνηγημένοι από Τούρκους βρήκαν καταφύγιο στη σπηλιά και πρόβαλαν σθεναρή άμυνα. Οι τούρκοι για να καταλάβουν τη σπηλιά και να αιφνιδιάσουν τους έγκλειστους έδεσαν με ένα σχοινί ένα τούρκο αράπη από το επάνω μέρος του Παλιόκαστρου. Οι πολιορκημένοι είδαν τον αράπη και τον κατακρεούργησαν. Η δεύτερη εκδοχή έχει περισσότερη αληθοφάνεια. Γι’ αυτό υπάρχει η διάδοση ότι στη κάψα του καλοκαιριού, ακούγεται το αίμα του, που βογγά, σκούζει. Κάτι τέτοιο όπως είναι διαπιστωμένο, πράγματι συμβαίνει, αλλά η βοή βγαίνει από τα αγριοπερίστερα και τις νυχτερίδες που βρίσκουν σ’ αυτή καταφύγιο.
ΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑ ΑΡΓΥΡΙΑ
Μεγάλη Παρασκευή. Ο Βασίλης Α. Γλεντής, ο Λουκάς Β. Βαβύλης και μερικά άλλα γερόντια, κάθονται στην εκκλησιαστική πλατεία του χωριού. Η συζήτηση άρχισε όπως το καλούσε η μέρα για την προδοσία του Ιούδα που πρόδωσε το Χριστό για 30 αργύρια.
Βασίλης: είδες βρε Λουκά ο Ιούδας να προδώσει το Χριστό για τριάκοντα αργύρια.
Λουκάς: (με το τσιμπούκι στο στόμα όπως το συνήθιζε και με ελαφρό μειδίαμα) ε! μερικοί σήμερα θα τον πρόδιναν και με λιγότερα.
Η θεολογική συζήτηση σταμάτησε χωρίς να δοθεί περαιτέρω συνέχεια και ο νοών νοήτω.
Ο ΑΛΩΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΓΟΥΡΟΞΥΠΝΗΜΑ
Την προπολεμική εποχή ο αλωνισμός γινότανε με τη σβάρνα που την έσερναν τα βόδια. Ένα καλοκαίρι ο Γιώργος Δ. Τσατσούλας στο αλώνι του στον Αϊ-Γιάννη, άπλωσε τα δεμάτια και περίμενε να κτυπήσει ο ήλιος για να «παρθεί» η δροσιά της νύχτας. Ο ήλιος στον πέρα μαχαλά χτυπάει γύρω στις 9 πμ. Στις 9.30 περίπου, άρχισε ο αλωνισμός. Ανέβηκε ο Γιωργάκης στη σβάρνα, όλο κέφι πήρε την αξιάλη (βουκέντρα) και φώναζε δυνατά τα βόδια με το όνομα τους: ε! Τσιγκέλι, ε! Κοκκίνη. Ο Ζαρνακούπης, μέσα στο βαθύ πρωινό ύπνο αγουροξύπνησε και με αγανάκτηση φώναξε, «ε! και ξερό σου, με ξύπνησες πρωί – πρωί». Τη φράση αυτή την άκουσαν οι γείτονες του.
ΤΟ ΑΧΥΡΟ ΚΑΙ ΤΑ ΚΑΥΣΟΞΥΛΑ
Στις βαρυχειμωνιές, το άχυρο, η τροφή των μεγάλων ζώων (βόδια), τελείωνε πολύ γρήγορα. Τότε οι χωριανοί έκαναν ένα καλό «φόρτωμα» καυσόξυλα, συνήθως κρανίσια, ροβόλαγαν στα καμποχώρια και το έκαναν ανταλλαγή με ένα φόρτωμα άχυρο. Οι καραγκούνηδες όμως, πολλές φορές τους έδιναν άχυρο όλο χοντράδια. Ήταν εκείνο που έδιναν στα μοσχάρια που έτρωγαν το ψιλό «το μποχό». Αυτό το γνώριζαν οι Βουνιστιώτες και πρόσεχαν μήπως τους γελάσουν οι Καραγκούνες.
Ο Χριστόφορος Συντήλας και ο Σωτήρης Β. Κωλέττας, πήγαν στη Λαζαρίνα με ένα φόρτωμα κρανίσια καυσόξυλα. Ερώτηση του Χριστόφορου στις Καραγκούνες: «τα δικά μας είναι κρανιά, το δικό σας έχει μπχό;» με σόκιν συμβολισμό.
Οι Καραγκούνες δεν καταλάβαιναν αλλά ο Σωτήρης για καλό και για κακό έδινε τη συμβουλή του «πάμε Χριστόφορε, αν μας πάρουν χαμπάρι θα μας κυνηγήσουνε οι Καραγκούνηδες με τα φουρκέλια (δικούλια)».
Ο Χριστόφορος γονατιστός επιδιόρθωνε ένα βαρέλι. Μια γυναίκα τον είδε και τον ρώτησε; «βλέπω Χριστόφορε κάνεις και βαρέλια;» και η απάντηση «κάνω δουλειά που γίνεται…. στα γόνατα».
Χήρος πολλά χρόνια ανέθρεψε την πολυμελή οικογένεια του με υποδειγματική φροντίδα και αξιοπρέπεια. Μια μέρα στον Αϊ Λιά μερακλώθηκε ή ίσως για να πάνε κάτω τα φαρμάκια σιγοτραγουδούσε. Μια χωριανή του είπε: «Χριστόφορε μπράβο, δεν το βάζεις κάτω» και ο Χριστόφορος «το βάζω κάτω αλλά …. που να το βρω».
Ήταν γνωστό στους χωριανούς τα σόκιν χαριτωμένα υπονοούμενα του Χριστόφορου, ο αποκαλούμενος και «γαμόφλαρος» γιατί πολύ τη συνήθιζε αυτή τη λέξη.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΝΑΣΙΟΣ ΚΩΛΕΤΤΑΣ
Πρόεδρος γύρω στα 1915, ο Νάσιος Κωλέττας. Το Κοινοτικό Συμβούλιο έλαβε ομόφωνη απόφαση να κοπούν τα οπωροφόρα δένδρα που βρίσκονται στην κοινοτική περιφέρεια και κοντά στα αγροτόσπιτα, γιατί με τα ζώα δημιουργούνταν προστριβές. Πριν στεγνώσουν οι υπογραφές, ο Νάσιος είχε μια αχλαδιά κοντά στο αγροτόσπιτο του στα Γράβια. Πήρε την πελέκα αμ έπος αμ έργον και την έκοψε παρά τις έντονες διαμαρτυρίες της γυναίκας του.
Ο αφηγητής του περιστατικού την ώρα εκείνη περνούσε για το αγροτόσπιτο του, είδε την ενέργεια του προέδρου και την σχολίαζε με ειρωνική διάθεση. Τον Νάσιο Κωλέττα τον διέκρινε αξιοπιστία και υπευθυνότητα για την πλήρη και αποτελεσματική εκτέλεση των αποφάσεων του Κοινοτικού Συμβουλίου.
Υπήρξε ένας εκ των πρωτεργατών της καταλήψεως του ζευγαρολείβαδου της Μονής Μεσοβουνίου γύρω στα 1895. Οι μετέπειτα και μέχρι σήμερα διατελέσαντες Πρόεδροι της Κοινότητας, έχουν να επιδείξουν το μεγαλείο και την πιστή εφαρμογή των Κοινοτικών αποφάσεων, σε όφελος όλου του χωριού, αλλά και να τιμούν την υπογραφή τους.
ΠΑΛΙΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΚΑΙ ΣΥΜΒΑΝΤΑ
Οι Ζαρνακουπαίοι άφησαν πολλά χαρακτηριστικά ανέκδοτα. Σχολίαζαν διάφορα περιστατικά με εξαιρετική ευστοχία. Έβγαζαν στους χωριανούς διάφορα παραγκώμια και έλεγαν διάφορες πετυχημένες παρομοιώσεις.
Χειμωνιάτικη βραδιά. Μέσα στα άγρια μεσάνυκτα οι κότες στο κοτέτσι του Γιαννάκη Υφαντή αρχίζουν να κακαρίζουν με ανησυχία, ένδειξη ότι κάτι το ιδιαίτερο συνέβαινε γύρω σ’ αυτό ή ότι κάποιος απρόσκλητος επισκέπτης μπήκε μέσα. Ξυπνά τρομαγμένος ο Γιαννάκης και παίρνει τη γενναία απόφαση να ενεργήσει κεραυνοβόλα και να πιάσει στα πράσα τον νυκτερινό επισκέπτη. Τη στιγμή εκείνη ο γείτονας του Ζαρνακούπης, που στο μεταξύ ξύπνησε επεμβαίνει και δίνει τη σωτήρια συμβουλή του «Μη Γιαννάκη είσαι ζανακτσής (επαγγελματίας) άνθρωπος. Αν είναι αλπού δακών κι’ αν είναι γάτα γρατσουνάει κι’ αν είναι η βλάχα του Γλεντή (σκύλα κολοβή) νά’τόχει το δόντι, στόκοψε το χέρι.
Ημέρα Δημοτικών εκλογών για εκλογή Δημάρχου Δήμου Γόμφων στο Μουζάκι. Αντίπαλοι οι Δασκαλόπουλος και Αντωνίου. Οι αδελφοί Ζαρνακουπαίοι Σταύρος και Μήτρος επέστρεψαν το δειλινό και αποσταμένοι κάθησαν στην ρούγα κάτω από μια σκαμνιά περιμένοντας να τους φέρει η μάνα τους ένα ποτήρι κρύο νερό. Πιο πέρα σε μικρή απόσταση στέκεται δεμένη η γομάρα του σπιτιού. Βγαίνει η μάνα, τους καλωσορίζει και ρωτά να μάθει ποιον ψήφισαν και τότε αυτοί με ένα στόμα την απαντούν. «Ποιον ήθελες να ψηφίσουμε μάνα ψηφίσαμε εκεί που είχαν μια κουτάλα από δω μέχρι την γομάρα». Συνήθιζαν τότε στις Δημαρχιακές εκλογές οι υποψήφιοι να τραπεζώνουν τους ψηφοφόρους και ύστερα όλοι μαζί να πηγαίνουν στην κάλπη να ρίχνουν το σφαιρίδιο, στον εκλεκτό που τους τάϊσε κρέας με ρύζι και τους κρασοπότισε. Από τότε βγήκε και το ρητό «έχει να φάει από τις Δημαρχικές εκλογές.
Ο γέρο Ζαρνακούπης ημέρα Αι Νικόλα επισκέφτηκε την Πανάγιω Φρύδα. Η Πανάγιω του έδωσε μεζέ και κρασί. Έπινε το κρασί, έλεγε τις κατάλληλες ευχές, σκούπιζε τα μουστάκια του και έλεγε και το παίνεμα του κρασιού – κράσος» τότε η Πανάγιω τον λέγει αφού σ’ άρεσε τόσο το κρασί φκιάσε μου ένα σκαφίδι κι’ εγώ θα σου δώσω απ’ αυτό το κρασί και η απάντηση «τι λές ωρέ Πανάγιω μ’ αυτόν το κρομ’δοσμο θα σου κάνω σκαφίδ’.
Τρίτη ημέρα της Πασχαλιάς γύρω στα 1905. Ο ήλιος είχε βασιλέψει και οι γυναίκες είχαν όρεξη για χορό και δεν έλεγαν να τον διαλύσουν να πάνε για τις δουλειές του σπιτιού ή για να μαζέψουν τα πράματα (ζώα). Τότε ο καλαμπουρτζής Βασίλης Φλέγκας (Φούσιας) άρχισε να αυτοσχεδιάζει ένα δικό του τραγούδι. «Τα μα γιέμ τα μαύρα μας τα φρύδια μας». Τη στροφή αυτή την επανέλαβαν και οι γυναίκες. Όταν ήρθε πάλι η σειρά των ανδρών είπαν ένα βαρύ χωρατό σε ομοιοκαταληξία με τα φρύδια, που οι γυναίκες ήταν αδύνατο να το επαναλάβουν. Ο χορός διαλύθηκε αμέσως με ένα Α! Α! των γυναικών και με δυνατά γέλια των ανδρών.
Ο Μακαρίτης Πάνος Φλέγκας διασκέδαζε τους χωριανούς με τις διάφορες εφευρέσεις του. Πότε με την κατασκευή κοτετσιού ικανού να πιάνει αυτόματα τις αλεπούδες, πότε με μηχανή που να ξεφλουδίζει τα κάστανα και πότε με την κατασκευή ποδηλάτου και άλλα πολλά. Ένα Σάββατο απόγιομα πήρε το γαϊδουράκι του, πήγε στα καρτέρια. Έκανε ένα καλό φόρτωμα καυσόξυλα με την απόφαση να ροβολίσει στα καμποχώρια και να τα ανταλλάξει με καπνό. Σα νύχτωσε (είχε και το φόβο μηπως τον πιάσουν οι δασικοί) κατέβηκε στη Γελάνθη όπου έκανε την ανταλλαγή. Για κακή του τύχη επιστρέφοντας στο χωριό κοντά στο μύλο του Διάκου έπεσε σε αστυνομική ενέδρα, βρήκαν το τουρβά του γεμάτο καπνό κι’ είχε άσχημα ξεμπερδέματα. Ο γνωστός για τα καλαμπούρια του και τους αυτοσχέδιους στίχους Χρήστο Ποταμιάς σατίρισε το πάθημα του άτυχου Πάνου. Σε μια στροφή έλεγε:
Το Σαββάτο το δειλ’νό /, πήγε ο Πάνος για καπνό / σ’ μα στα χαράματα / του ήρθαν μαύρα γράμματα.
Με την ευκαιρία ενός γάμου που η νύφη ήταν από άλλο χωριό ο Χρήστο Ποταμιάς έδωσε το χαρμόσυνο μήνυμα στη μάνα του γαμπρού παραλλάζοντας γνωστό νυφιάτικο τραγούδι.
Έβγα μανούλα πεθερά να δεις το γιο σ’ το κόρακα / σι φέρν’ ένα βρουκόλακα.
Όταν γύρω στα 1900 τα Τρίκαλα απόκτησαν ηλεκτροφωτισμό ο Χρήστο Κωλέττας το είδε και νόμισε ότι έπιασαν φωτιά. Φώναξε τότε τους χωριανούς να ανέβουν στον Αι Λια να δουν πως καίγονται τα Τρίκαλα. Πολλοί τον πίστεψαν κι’ανέβηκαν στον Αι Λια.
Στα 1934 στο χωριό έγινε μια μεγάλη ζωοκλοπή. Κλέψαν 5 Δαμάλια που τα βράδια τα είχαν κλεισμένα στις Γούρνες. Τα Δαμάλια ανήκαν στον Ανδρέα Γρηγορίου το Σωτήρη Κωλέττα το Κώστα Μιχάλη και Μήτρο Βαβύλη. Παράλληλα με τις αστυνομικές έρευνες ο Ανδρέας Γρηγορίου και ο Σωτήρης Κωλέττας μάζευαν πληροφορίες για τη κλοπή στα καμποχώρια. Είχαν πάρει αγκαζέ ένα ταξί της τότε εποχής. Ο Σωτήρης μόλις είχε επιστρέψει από την Αμερική και με τα διπλά προγούλια του το καλό του κοστούμι και την χρυσή καδένα έδινε την εμφάνιση επισήμου προσώπου και κίνησε την περιέργεια των καραγκούνηδων: Όταν ρώτησαν να μάθουν ποιος είναι, ο Ανδρέας τους είπε, {ξεγελώντας τους}, ότι είναι ο υπουργός Γεωργίας Σιδερής. Αμέσως μαζεύτηκαν γύρω του οι χωρικοί άρχισαν να ζητωκραυγάζουν τον … Υπουργό αλλά και να ζητούν διάφορα ρουσφέτια. Ο ”κ. υπουργός” αναγκάστηκε να προσποιηθεί καλά το ρόλο του αλλά και να δώσει εντολή στο Σοφέρ να φύγουν το γρηγορότερο λέγοντας ”Αν μας πάρουν χαμπάρ’ ποιοι είμαστε θα μας κυνηγήσουν οι καραγκούνηδες με τα φουρκέλια και τότε την έχουμε άσχημα”.
Ο Γιώργος Κορομπίλιας επιδέξιος τεχνίτης αλλά και ρημοσπίτης, κατασκεύασε ένα αλέτρι με ρόδες που θα το τραβούσε η γυναίκα του. Είχε όμως άδοξο τέλος γιατί κάτι τσοπάνηδες το γκρέμισαν από ένα όχτο που είναι κοντά στο χωράφι του στην τοποθεσία Χαντζή.
ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ ΣΤΟ ΜΟΥΖΑΚΙ
Την προπολεμική περίοδο κάθε Σάββατο γινότανε στο Μουζάκι σημαντικό εμποροζωοπάζαρο.
Εκεί κατέβαζαν ότι ζώα, μεγάλα ή μικρά είχαν για πούλημα (βόδια, αγελάδες, μοσχάρια, γιδοπρόβατα). Από την πώληση των ζώων εξοικονομούσαν χρήματα για την αγορά ρούχων, παπουτσιών και τροφίμων (λάδι, ζάχαρη κλπ.) και κυρίως καλαμπόκι για την διατροφή τους. Το καλαμπόκι για τις πιο φτωχιές οικογένειες ήταν το απαραίτητο συμπλήρωμα της διατροφής τους. Συχνά ρωτούσαν για την τιμή του καλαμποκιού με τη φράση «πόσο πήγε σήμερα το φαρμάκι».
Πολλές φορές τα προς πώληση ζώα τα πήγαιναν δύο και τρεις φορές στο Μουζάκι γιατί όπως έλεγαν «δεν βγήκε το παζάρι τους». Ο Μήτρος Συντήλας, ένα τραγί, επειδή «δεν έβγαινε το παζάρι του» για τρία χρόνια το πήγαινε στο Μουζάκι μέχρι που στο τέλος ψόφησε.
Για να κατέβει ένας χωριανός στο παζάρι, έπρεπε να βάλει τα καλά του ρούχα και να φρεσκοξυριστεί. Γι αυτό ο Κώστας Φ. Κωλέττας, σε μια περίπτωση που ήταν καλοντυμένος, είπε τη φράση «Δε φαίνομαι σα να ‘ρχομαι απ’ το Μ’ζάκι;»
Ο προπάππους μου Χρήστος Κωλέττας, είχε στη Βαθιά-Λάκκα ένα σκύλο που τον έλεγε Πάρδαλη. Το σκυλί αυτό, όλες τις μέρες φύλαγε πιστά το γιδομάντρι. Αλλά κάθε Σάββατο, κατέβαινε στο Μουζάκι για κανένα κόκαλο από τα σφαγεία -κρεοπωλεία. Γι αυτό αν ένας χωριανός πήγαινε συχνά στο παζάρι, έλεγαν οι άλλοι “το πήρε το Μουζάκι σαν τον Πάρδαλη του Κωλέττα”.
Μερικοί επέστρεφαν από το παζάρι στο τσακίρ κέφι γιατί είχαν επισκεφθεί την ταβέρνα του Κακκάβα ή του Σπύρου Πλακιά. Εμείς πιτσιρικάδες περιμέναμε τον ερχομό του πατέρα μας με την προσδοκία ότι θα μας έφερνε καραμέλες, ζάχαρη ή ξυλοκέρατα (χαρούπια).
Ο Χρήστο Κωλέττας στη βαθειλάκκα είχε ένα σκυλί που το έλεγε πάρδαλη. Το σκυλί αυτό όλες τις ημέρες της εβδομάδος φύλαγε πιστά το γιδομάντρι. Αλλά σαν ερχόταν Σάββατο πήγαινε στο Μουζάκι για αίματα και κανένα κόκαλο από τα σφαγεία. Γι’ αυτό αν ένας χωριανός πηγαίνει τακτικά στο Μουζάκι λένε οι άλλοι γι’ αυτόν ”Το πήρε σαν τον Πάρδαλη του Κωλέττα”.
Ο χωριανός μας Κ.Κ. στα παλιά χρόνια διακόνευε (ζητιάνευε) στη Γράλιστα. Μαζί του έπαιρνε και το μικρό του γιο κι’ έλεγε στους νοικοκυραίους «δώστε και τούτο τ’ ορφανό». Μια μέρα ένα σκυλί όρμησε στο παιδί και τότε αυτό έντρομο φώναξε «Πατέρα, πατέρα μ’ έφαγε του σκλί» Ο πατέρας βοήθησε το παιδί αλλά πρόσθεσε μεγαλόφωνα «που τον βρήκες το πατέρα ιρμήτ’κον και φωνάεις. Απ’ το πόνο τ’ που δεν έχει πατέρα πατέρα φωνάζι’.
Ο Βασίλης Μπορίλας γνωστός στο χωριό σαν φτεροπόδαρος σε ηλικία 16 χρόνων εργάζονταν νεροφόρος στα χωράφια της Ζωγραφιάς. Πηγαίνοντας να φέρει νερό από τη πηγή Βασιλικής, λίγο έξω από το χωριό Καπά, ανέβηκε σε μια αμυγδαλιά κι’ άρχισε να μαζεύει αμύγδαλα. Έγινε αντιληπτός από το Δραγάτη ο οποίος άρχισε να τον κυνηγάει με το άλογο του. Τον κυνήγησε σ’ όλο το ίσιωμα μέχρι του Μήλου τη ράχη έξω από το Μαυρομμάτι απόσταση γύρω στα 3 χιλιόμετρα περίπου. Στάθηκε αδύνατο να τον πιάσει και κόντεψε να σκάσει το άλογο. Τότε του φώναξε «Στάσου να δω ποιος είσαι και χαλάλι σου τα αμύγδαλα». Αλλά που να σταθεί ο Βασίλης που άρχισε ν’ ανηφορίζει για την Αγία Αικατερίνη, οπότε η καταδίωξη ήταν αδύνατη.