Πρόσωπα
Ο Βασίλης Μπορίλας, γνωστός στο χωριό σαν φτεροπόδαρος, σε ηλικία 16 ετών εργάζονταν νεροφόρος στα χωράφια της Ζωγραφιάς. Πηγαίνοντας να φέρει νερό από την πηγή Βασιλικής, λίγο έξω από το χωριό Καππά, ανέβηκε σε μια αμυγδαλιά κι άρχισε να μαζεύει αμύγδαλα. Έγινε αντιληπτός από το Δραγάτη-Αγροφύλακα, ο οποίος άρχισε να τον κυνηγάει με το άλογο του, τον κυνήγησε σ’ όλο το ίσιωμα μέχρι του Μήλου τη ράχη έξω από το Μαυρομάτι, απόσταση γύρω στα 3 χιλιόμετρα περίπου. Στάθηκε αδύνατο να τον πιάσει και κόντεψε να σκάσει το άλογο. Τότε του φώναξε: «στάσου να δω ποιος είσαι και χαλάλι σου τα αμύγδαλα». Αλλά που να σταθεί ο Βασίλης, που άρχισε να ανηφορίζει για την Αγία Αικατερίνη, οπότε η καταδίωξη ήταν αδύνατη. Ήταν πράγματι φτεροπόδαρος.
Ο ΓΕΡΟ ΧΡΗΣΤΟΣ ΦΛΕΓΚΑΣ
Άνδρας δυνατός και ρωμαλέος, έστεκε σαν ξέρακας που τον έδερναν τα δρολάπια κι οι βαρυχειμωνιές. Είχε πάντοτε το στήθος ανοιχτό, που φάνταζε μαύρο και τραχύ δασωμένο, από τις τρίχες, σαν αδούλευτο χωράφι γεμάτο αγριαγκάθια. Ζούσε τα καλοκαίρια στον Αϊ – Λιά και το χειμώνα στη Βαθιαλάκκα. Το χειμώνα δίπλα στο γιδομάντρι είχε για κατοικία του μια “καλύβα” πλεγμένη με λούρες χωρίς να είναι επιχρισμένη με λάσπη. Οι τρεις προκομμένες νυφάδες του, η Γιώργαινα, η Μάρκαινα και η Βασίλαινα, πήραν μόνες τους την πρωτοβουλία να επιχρίσουν με κοκκινόχωμα την “καλύβα” για να γίνει η ζωή του πεθερού τους, πιο ευχάριστη στις βαρυχειμωνιές και τα κρύα. Όταν το βράδυ ο γέρο Χρήστος επέστρεψε στο μαντρί, είδε με έκπληξη το επίχρισμα της κατοικίας του. Πήρε τη σκεπαρνιά την ξάλειψε και είπε στις νυφάδες του «ποιος σας είπε να το κάνετε αυτό; εγώ θέλω να μπαινοβγαίνει ο αέρας ελεύθερα».70άρης περίπου, συνάντησε ένα διακονιάρη (ζητιάνο) από τα Κράβαρα, που του είπε τη μοίρα του. «εσύ παππού, θα ζήσεις μέχρι τα 105 χρόνια, αλλά πριν πεθάνεις θα σπάσεις το ποδάρι σου». Πράγματι, λίγα χρόνια πριν το θάνατο του, έσπασε το πόδι του. (Είχε γυναίκα αδελφή του Μήτρου και Κώστα Αναγνώστου – Γρηγορίου, από το Μερόκοβο ή Μυρόφυλλο.)
Ένα Φθινόπωρο, είπε στο γιο του το Γιώργο ότι έχει σφοδρή επιθυμία να ανεβεί στον Αϊ – Λιά ο γιος του δεν του χάλαγε χατίρι. Τον έβαλε καβάλα στο μουλάρι και τον ανέβασε στον Αϊ – Λιά. Έβαλε ο Χρήστος το χέρι κεραμίδα στο μέτωπο, αγνάντεψε την Ολυμποκορφή, γύρισε το κεφάλι και προς την πλευρά της οροσειράς της Πίνδου, κοίταξε και το Παλιόκαστρο και με βαθύ παράπονο είπε: «αει τοπάκομ κι αγαπημένες μου βουνοκορφές, σας αποχαιρετώ, δε θα σας ματαϊδώ». Γύρισε στο χωριό λυπημένος, αλλά κατά βάθος ήταν ανακουφισμένος. Τα Χριστούγεννα, ανήμερα της ονομαστικής του εορτής, σταύρωσε τα χέρια και παρέδωσε το πνεύμα στα χέρια του Θεού. Το πρόσωπο του είχε μια Ολύμπια γαλήνη. Ήταν τότε 105 χρονών.
Η ΧΡΗΣΤΑΙΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΥΔΟΥΝΙ
Η Αγόρω Χρήστου Δ. Βαβύλη, γνωστή σαν Χρήσταινα, ήταν μια λεβεντογυναίκα, δυναμική, όλο καλαμπούρι και αισιοδοξία για τη ζωή. Πολλές φορές, έλεγε ότι μοιάζει τη θειά της την Αγόρω, αδελφή του Παπαγιώργη Φρύδα και σύζυγο του Χρήστου Κωλέττα που κυνήγησε με το δαυλό τους δύο αρβανίτες χωροφύλακες που ο πρόεδρος έστειλε κατάλυμα στο σπίτι της.
Διηγούνταν η Αγόρω με περηφάνια, όταν ήταν νιόπαντρη, ο πεθερός της μετά το βραδινό φαγητό της έλεγε «άντε νυφαδιά, κατέβα στο κατώϊ και πιάσε κρασί να πιούμε». Κατέβαινε στο κελάρι, γέμιζε το μπουκάλι αλλά δίπλα στο βαρέλι είχε ένα κουδούνι, το γέμιζε μια δυο φορές και το έπινε μια και κάτω. Αυτό ήταν το μέτρο για να μην παραπιεί και μεθύσει. Όταν ο πεθερός έπινε το κρασί, έλεγε και στη νύφη να πιει λίγο. «όχι πατέρα, δεν πίνω εγώ κρασί», «καλά, όπως αγαπάς». Μέσα της η Αγόρω χαμογελούσε ικανοποιημένη, αλλά είχε και το νου της, μη της ξεφύγει καμιά παραπανίσια κουβέντα από την κουδονοκρασοκατάνυξη.
Ο οδοντογιατρός του χωριού
Χρέη οδοντογιατρού εκτελούσε στο χωριό ο Γιάννης Σιατραβάνης. Αγέρωχος, ψηλός, με αρειμάνιο μουστάκι στριμμένο τσιγκέλι. Το μόνο του εργαλείο ήταν μια δοντάγρια, βαμβάκι και πράσινο οινόπνευμα. Όποιος χωριανός είχε πονόδοντο, πήγαινε στο σπίτι του Γιάννη και η μόνη θεραπεία που έκανε ήταν να βγάλει το δόντι, βέβαια χωρίς ένεση, με πρωτόγονο τρόπο.
Παραδόξως, απ’ όσο ξέρω, κανένας χωριανός δεν έπαθε το παραμικρό, μόνο που έφευγε με ένα δόντι λιγότερο και με εντολή του γιατρού όχι ζεστά, αλλά συνεχείς γαργάρες με αλατόνερο. Για την εργασία αυτή ο Σιατραβάνης δεν έπαιρνε αμοιβή. Ήταν μια ευγενική προσφορά στο κοινωνικό σύνολο.
Πολλές φορές, χρέη οδοντογιατρού, εκτελούσε και ο Παπακώστας Φρύδας
Ο ΠΑΝΟΣ ΦΛΕΓΚΑΣ
Παντρεύτηκε αλλά γρήγορα χήρεψε, χωρίς παιδιά. Έκτοτε παρέμεινε εργένης. Ήταν ο εφευρέτης του χωριού και διασκέδαζε τους χωριανούς πότε με την κατασκευή μηχανής που ξεφλουδίζει τα κάστανα, πότε παγίδες ικανές να συλλαμβάνουν αυτόματα αλεπούδες και κουνάβια που θα επιχειρούσαν να μπουν στο κοτέτσι να φάνε τις κότες. Στην αλεπουπαγίδα, είχε σαν αποτέλεσμα να πιαστεί η γάτα του Παπαθέου. Αυτό, αποτέλεσε αφορμή, ο γνωστός Τόλιος Πλάκας, να γράψει ένα πολύ χαριτωμένο σατυρικό ποίημα.
Νάτος νάτος σταυροπόδι είναι απασχολημένος πάλι ο πεπειραμένος
Και ρουφά αριά αριά τα τσιγάρα τα βαριά κάτω από τη μουριά
Και να δεις το’ χει στριμμένο με παλιά εφημερίδα το τσιγάρο το καημένο
Δεν αργώ να το σκεφτώ για να τον επισκεφτώ για να ιδώ τι κάνει πάλι
Πάλι καμιά μηχανή λέει εντός μου μια φωνή
πήγα ήταν απαθής ίδιος φάντης ο σπαθής
Στη δουλειά του κολλημένος κολλημένος σαν αβδέλα
έφκιαχνε παλιά ομπρέλα
Τον εμάθανε καλά κι από πέρα μαχαλά
για τεχνίτη τον περνούνε και δουλειά του κουβαλούνε.
Ο Πάνος, επίσης, επιδιόρθωνε ομπρέλες. Για ένα διάστημα έκανε στο χωριό τον Καραγκιοζοπαίχτη με αξιόλογες επιδόσεις.
Υπέφερε με αξιοπρέπεια τη μεγάλη του φτώχια, χωρίς να καταδεχτεί να ζητήσει οποιαδήποτε βοήθεια. Με αξιοπρέπεια αντιμετώπισε και το θάνατο του. Ένα βράδυ που αισθάνθηκε το τέλος του, άφησε στο τραπέζι την ταυτότητα του και λίγα χρήματα που είχε και παρέδωσε το πνεύμα.
Την άλλη μέρα έτυχε να πεθάνει και ο εκατοχρονίτης Βλησσάριος Γλεντής, τον οποίον έφεραν από την Αθήνα στο χωριό τα παιδιά του με νεκροφόρα. Μετά την ταφή του Βλησσάρη, οι χωριανοί παρακάλεσαν τον οδηγό αν θέλει να μεταφέρει ένα φτωχό μέχρι το νεκροταφείο. Ο οδηγός δέχτηκε με ευχαρίστηση κι έτσι, ο Πάνος, με όλες τις τιμές, έφτασε στην τελευταία του κατοικία, όπως άξιζε στην καθαρή και άδολη ψυχή του.
Ο Απόστολος Δ. Βαβλέκης. (ΡΑΚΟΤΑΓΚΟΣ). Ήταν γνωστός στο χωριό με το παρατσούκλι «ρακοτάγκος». Όταν ήταν μικρό παιδί, ο Φώτης Κωλέττας όταν τον είδε είπε: «για δέστε τον, σαν ουρακοτάγκος μοιάζει». Αυτό ήταν, του έμεινε το παρατσούκλι.
Το χειμώνα του 1941, όταν ληστές κατάσφαξαν στο μέγα Ρέμα τον πατέρα του Μητσιόβα και τη μητέρα του Μαρία, αυτός γλίτωσε σαν από θαύμα. Χάθηκε μέσα στο δάσος και κατέφυγε στο αγροτόσπιτο του Μήτρου Κωτσιόγκολου. Παντρεύτηκε τη Σοφία Θ. Αναστασίου και απόκτησαν δύο παιδιά. Ο Αποστόλης, δεν μπόρεσε να στρώσει στην οικογενειακή ζωή και γύριζε στα καμποχώρια, κάνοντας τη δουλειά του τσομπάνη.
Όταν στα γεράματα του επέστρεψε στο χωριό, η σύζυγος με τα παιδιά, εγκαταστάθηκαν στη Ραψίστα.
Ο Απόστολος το έριξε στη θρησκεία και γύριζε φορώντας μεγάλους σταυρούς. Και το μπαστούνι του ακόμα, είχε σταυρό.
Έπαιζε καλή τζαμάρα και η επιθυμία του ήταν να παίζει κλαρίνο. Δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να αγοράσει αυτό το όργανο κι αρκέστηκε να κάνει μια φλογέρα, αλλά στο κάτω μέρος να προσθέσει ένα χωνί, για να έχει την εμφάνιση κλαρίνου.
Αυτό στάθηκε αφορμή, ο Τόλιος Πλάκας να γράψει ένα καταπληκτικό σατιρικό ποίημα.
Τύφλα να ‘χει το Παρίσι τύφλα και το Βερολίνο
Ναι μπροστά στον Αποστόλη όταν παίζει το κλαρίνο
Το βαράει το πρωί το βαράει και το δείλι
Και μπροστά στη σούρλα το ‘χει ένα πάτο από καντήλι
διακεκομμένα είναι τέτοιο το σκαρί του
Πότε πότε σταματάει για να σφίξει το λουρί του
Μ’ ένα λόγο έχει κλαρίνο κακό μάτι μην τον πάρει
Κι όταν βάνεται να παίζει λες και κλάνει το γομάρι
ο Θωμάς Σταύρου ή αλλιώς Πετσωτής και Καλίνης.(ΠΕΤΣΩΤΗΣ Η ΚΑΛΙΝΗΣ)
Ένας γνωστός τύπος της προπολεμικής περιόδου, ήταν Πετσωτής γιατί ασχολούνταν με την επιδιόρθωση παπουτσιών, δηλαδή τα πέτσωνε. Καλίνης γιατί παντρεύτηκε την Καλίνα (καλλιόπη) Ψωμά.
Κατάγονταν από το Τεπελένι της Βορείου Ηπείρου, Ήταν άνδρας ψηλός, μαυριδερός, λυγερόκορμος και καλός χορευτής του τσάμικου. Ιδιαίτερα όταν χόρευε τη Νταλιάνα στο πανηγύρι της Αγίας Τριάδος.
Όταν το Σάββατο πήγαινε στο παζάρι, επισκέπτονταν την ταβέρνα του Κακάβα, έπινε το κρασάκι του κι έρχονταν στο τσακίρ κέφι.
Ένα Σάββατο, τα κοπάνησε για τα καλά και σιγοτραγουδώντας, πήρε το δρόμο για το χωριό, αλλά τον πήρε η νύχτα. Κοντά στο ρέμα και στο σπίτι του Κώστα Κορομπίλια, έπεσε μέσα στα βάτα κι άρχισε να καλεί σε βοήθεια. Ο Κώστας τον άκουσε, τον περιμάζεψε, τον στέγνωσε στη φωτιά κι όταν ξεμέθυσε αναχώρησε για το σπίτι του στον Πέρα Μαχαλά.
Ο Σωτήρης Λ. Αναγνώστου,(ΔΙΑΒΑΝΤΖΑΛΟΣ). ήταν γνωστός στο χωριό με το παρατσούκλι «διαβάντζαλος». Αυτό του έμεινε από ένα τολμηρό σόκιν ανέκδοτο που έλεγε σχετικό με παλιό έθιμο βλάχικου γάμου, που ένας μικροπωλητής με παράφραση της λέξης διαβάντζαλος σε κοπανάντζαλος, χάλασε το έθιμο. Μη ζητάτε περισσότερες λεπτομέρειες γιατί θα σας πω να έρθετε με τον……….. κηδεμόνα σας.
Ο διαβάντζαλος ήταν αγαθός, καλόκαρδος και ευγενέστατος. Στις διάφορες συγκεντρώσεις και διασκεδάσεις με διάφορα τρικ, έπαιρνε τη δεκάρα από ένα μαντήλι που ο ίδιος με επιτηδειότητα είχε περιτυλίξει. Επίσης διάβαζε το φλιτζάνι του καφέ και έλεγε τα μελλούμενα να συμβούν. Έλεγε και τη μοίρα με προτίμηση των κοριτσιών, παρατηρώντας τις γραμμές της παλάμης. Ήταν ράπτης στα βλάχικα κονάκια του Αρμυρού, όπου έραβε κάπες, κοντοκάπια και λαϊκές ενδυμασίες των γυναικών. Αρέσκετο να Αν και έδειχνε να είναι γυναικοκατακτητής, εν τούτοις ήταν συντηρητικός και προσεκτικός στις εκδηλώσεις και τη συμπεριφορά του. Ήταν καλός οικογενειάρχης. Ουδέποτε έδωσε αφορμή σε σχόλια εις βάρος του. Οι σχέσεις του με το ωραίο φύλο ήταν καθαρά πλατωνικές.
Ο ΝΕΣΤΟΡΑΣ
Ο Νέστορας Κορομπίλιας, ήταν ένας πνευματώδης και ετοιμόλογος άνθρωπος του χωριού. Μιλούσε σε άψογη καθαρεύουσα. Ψηλός γύρω στο 1,95 ευθυτενής, με χαρακωμένο πρόσωπο και σβέρκο από τους καυτούς ήλιους του καλοκαιριού και τους βαρείς χειμώνες και τα δρολάπια.
Μια φορά σε μια δίκη στο Μονομελές του Μουζακίου, είπε το εξής αμίμητο στον δικαστή: «κύριε κατή, αν θέλετε να μας έχετε τακτικούς πελάτας, να μας δικάζετε με επιείκεια». Ο δικαστής αρκέστηκε σε ένα χαμόγελο σ’ αυτή του την υπόδειξη.
Στενοχωρημένος διηγούταν στον Ανδρέα Δ. Γρηγορίου, ότι ένας χωριανός του έκανε μήνυση. Ο Ανδρέας, πολιτικός παράγοντας,δραστήριος, με αρκετές γνωριμίες, του είπε: «Τι λες, δεν μου το έλεγες πιο μπροστά. Χθες έπινα κρασί με τον εισαγγελέα, θα μπορούσα να του το ειπώ». Ο Νέστορας δεν πίστεψε τα λεγόμενα του και του είπε:«μ’ έχουν κάνει κι άλλες δυο μηνύσεις, πήγαινε να του το είπεις». Σταμάτησε ο Ανδρέας. Προφανώς δεν ήθελε,δε μπορούσε, το είπε εγωϊστικά;
Μιά φορά ο γυιός του Απόστολος, μικρός όντας αρρώστησε απο γρίππη και κάλεσε το γιατρό στο σπίτι να δει το παιδί που ήταν αρρωστο.Αφού το εξέτασε, του έδωκε οδηγίες, τον ρώτησε: Τί χρωστάω γιατρέ; Η είσκεψη είναι 40 δραχμές.Είναι πολλά γιατρέ, Είμαι γιατρός από τα Παρίσια (φαίνεται πήγε για 2-3 μήνες για δήθεν μετεκπαίδευση στο Παρίσι).Καλά γιατρέ, αφού είσαι από τα Παρίσια, πάρε ένα ωραίο εικοσάδραχμο.
Ο γιος του Απόστολος, απόστρατος ταγματάρχης, φοιτούσε στο ημιγυμνάσιο Μουζακίου. Ήταν από τους κάλους μαθητές. Παρουσιάστηκε ο Νέστορας στον καθηγητή και είπε: «καλημέρα κύριε καθηγητά, είμαι ο πατήρ του Αποστόλου Κορομπίλια. Δεν ήλθα δια προβιβασμούς, θέλω αρσενικά γράμματα» εννοώντας γερά γράμματα, βαρβάτα……..
Στο χωριό, το βόδι που για πρώτη φορά το έβαζαν στο ζυγό για όργωμα, για να συνηθίσει «στην αυλακιά», για μια δυο μέρες, κάποιος πήγαινε μπροστά και το οδηγούσε. Έζεψε ο Νέστορας ένα νιό δαμάλι και μπροστά ή σύζυγος του Κατερίνη, το τραβούσε για να συνηθίσει. Εντολή Νέστορα στη γυναίκα του: «Κατερίνη, όταν θα λέω Ωωωω… θα γίνεσαι κι εσύ βόδι» δηλαδή θα σταματάς, όπως κάνουν και τα καματερά ακούγοντας το συνθηματικό επιφώνημα του ζευγολάτη.
Στα βαθιά του γεράματα – έζησε γύρω στα 90+ χρόνια, – η σύζυγος του Κατερίνη, δυσανασχετούσε γιατί είχε τυφλωθεί κι έπεσε στο «στρώμα» και του είπε: «φτάνει πια, είναι ώρα να εγκαταλείψεις τον κόσμο αυτό». Και η άμεση αντίδραση του Νέστορα: «μωρή το θάνατο τον βρίσκω, τη ζωή δεν βρίσκω».
Αυτά τα ολίγα για το Νέστορα κι ας αποτελέσουν μνημόσυνο στη μνήμη του.
Ο ΚΙΜΟΣ
Γραφικός τύπος του χωριού. Αγράμματος. Ζούσε από μικρό παιδί πέρα στα Παλιοκόπρια, συνήθως ξυπόλυτος χειμώνα καλοκαίρι, συντροφιά με τα βράχια (σπηλιά του Αράπη, Κάψαλο, Παλιόκαστρο). Έτσι απόκτησε ικανότητες δεινού ορειβάτη χωρίς τα Κάτω από το κάψαλο, υπήρχε ένα σημείο που λεγόταν κακό ζνάκι. Σ’ αυτό κατέβαιναν τα γίδια να βοσκήσουν και φυλακίζονταν εκεί και δεν μπορούσαν να ανέβουν επάνω. Προς τα κάτω ή τα πλάγια, ούτε συζήτηση να γίνεται. Στο ζνάκι αυτό, μόνο ο Κίμος κατέβαινε, έπιανε προσεκτικά τις γίδες και με προσοχή τις απελευθέρωνε.
Πολλές φορές, έπιανε τα φίδια ζωντανά, τα έδενε στη γκλίτσα του και τα έφερνε στο χωριό. Τον βλέπαμε εμείς τα σχολιαρόπαιδα κι όπου φύγει-φύγει.
Κι όμως ο Κίμος, μ’ αυτές τις φοβερές ικανότητες, είχε ας το πούμε έτσι, δύο ελαττώματα ή φοβίες. Δεν ανέβαινε καβάλα σε γάιδαρο ή μουλάρι γιατί του ερχόταν σκοτούρα (ζαλάδα). Επίσης φοβότανε τρομερά τις άκακες γουστέρες. Μπορούσε να πηδήσει από δέντρο, αν αντιλαμβάνονταν ότι ανέβαινε σ’ αυτό γουστέρα(σαύρα)
Ο σατιρικός ποιητής Τόλιος Πλάκας έγραψε γι αυτόν:
Ο Κίμος εις τα πόδια του τίποτα δε φοράει
κι ακούστε που ξυπόλυτος και άφοβα πατάει
πάνω σε αγριογκορτσές που ‘χουνε αγκαθάρες
πατάει ο Κίμος δυνατά με τις χοντρές ποδάρες
Ο ΚΑΣΤΑΝΟΦΥΛΑΚΑΣ
Για τη φύλαξη του Ζάβατου (καστανεώνας) που είναι προς της Βούνιστας το Αλώνι, την εποχή της καρποφορίας, η Κοινότητα διόριζε έναν καστανοφύλακα για 20-25 μέρες, να φυλάει το Ζάβατο, να μην πηγαίνουν μέσα ζώα και άνθρωποι, τόσο από το χωριό, όσο και από τα γειτονικά χωριά (Γράλιστα, Μαυρομάτι).
Ο πρόεδρος αποφάσιζε ποια μέρα θα «απόλαγε» το Ζάβατο, δηλαδή να πάνε οι χωριανοί να μαζέψουν τα κάστανα. Δυο – τρεις ώρες πριν ξημερώσει, χτυπούσε η καμπάνα σύνθημα, ότι το πρωί όλοι πρέπει να μαζευτούν στη θέση Παναγιώταινας, περιμένοντας το προεδρικό σύνθημα να … ορμήσουν στο καστανομάζωμα.
Στα μέσα του Οκτώβρη εκεί πάνω έκανε κρύο και πολλοί χωριανοί άναβαν φωτιές. Όλοι μας έχουμε μέσα μας ευχάριστα βιώματα από τη συνάθροιση στης Παναγιώταινας και το καστανομάζεμα.
Μια χρονιά, διορίστηκε καστανοφύλακας ο Μήτρος Αναστασίου, γνωστός (ως Τσιακαμήτρος), και τότε είπε την ατάκα του: «έρμο βιό, ξεβράκωτο χωριό, ο Τσιακαμήτρος καστανοφύλακας-Αγροφύλακας».
Βέβαια, η φύλαξη κάθε άλλο παρά υποδειγματική ήταν, γιατί με τη συγκατάθεση του, οι γυναίκες από τη Γράλιστα και το Μαυρομάτι, μάζευαν ελεύθερα κάστανα. (του έφερναν λίγο καπνό για τσιγάρα και ήταν ελεύθερες να μαζεύουν κάστανα).Έκανε φαίνεται κοινωνική πολιτική.
Τσιακαμήτρος ονομάστηκε από μια φράση του Κίμου. Όταν ήταν μικρά παιδιά, ο Μήτρος έκανε ζαβολιές,(ήταν τυφλή η γιαγιά του και την πείραζε ο Κίμος. Η γιαγιά έλεγε. ” Κάτσε Κίμουμ καλά, κι αυτός απαντούσε στη γιαγιά του “: «τσιάκα,-Μήτρος βαβά». Από τότε έμεινε στο Μήτρο το παρατσούκλι «Τσιακαμήτρος». ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΧΑΡΙΛΑΟΥ Ν. ΚΩΛΕΤΤΑ. “ΒΟΥΝΙΣΤΑ’