θύμησες και νοσταλγίες
Είμαι βέβαιος πως η ιστοσελίδα τούτη θα θυμίσει στον συγχωριανό τους αγαθούς προγόνους του που έσκυβαν ολημερίς στο χωράφι, στο αμπέλι, στη βοσκή των ζωντανών τους. Αγαπούσαν τη γη του χωριού και είχαν δεθεί πάππου προς πάππου μαζί με το χώμα τις πέτρες του, τις κοντοραχούλες, τους λόγγους και τα δροσερά νερά του.
Και όταν τ’ Αϊ Δημητριού ξεσπούσαν τα πρωτοβρόχια με αστραποβόλια μπουμπουνητά και χαμήλωναν οι αντάρες στις ράχες και τα λαγκάδια, άρπαζαν τη κουντούρα και το σταβάρι, (τεμάχια από το ξυλάλετρο) έζευαν στο ζυγό το ζευγάρι και έσπερναν τα καρπερά χωράφια.
Στο έμπα του χειμώνα πάλευαν σα θεριά και σκίζαν τα χιόνια να κουβαλήσουν τροφή για το βιό τους από τα Απόσκια και τη Μακραράχη. Και σαν τ’ απόβραδο γύριζαν κρυωμένοι και κρουσταλλιασμένοι, στη γωνιά τους έκαιγαν κούτσουρα τετραπανωτά και συδαύλιζαν τις σχίζες που τις έγλυφε η φωτιά.
Και σαν ερχόταν Κυριακή η άλλη μέρα, γιορτερή μέρα «χρονιάρα» τότε ντυμένοι στα βαριά σκουτιά και βαστώντας στα χέρια τις ροζιασμένες γκλίτσες και τα ραβδιά, μαζεύονταν μετά την εκκλησία κάτω από το γέρο Πλάτανο τον «Κούφαλο» κι άλλος μιλούσε για τα παλιά χρόνια, άλλος για χαλασμούς, ανταρσίες, και πολέμους άλλος για την καλή σοδιά, το καρπερό χωράφι, την αναβροχιά ή μικροκαυγάδιζε για το δέντρο που το κλάρισαν ή για το βόσκημα της αναμεσαριάς.
Από όλες τις χρονιάρες μέρες πιο πολύ χαιρότανε τη Λαμπρή την Πασχαλιά. Τότε άντρες, γυναίκες, αγόρια και κορίτσια μαζεμένοι στο προαύλιο της Εκκλησιάς, πιάναν το διγκάγκελο χορό, αρχίζοντας με το «Μια Πασχαλιά μίνια Λαμπριά» συνέχιζαν με το «Τ’ έχεις καϋμένε πλάτανε «και τελείωναν με το τραγούδι» «Αυτά τα μάτια σ’ Δήμου μ’ τάμορφα».
Επίσης τις ονομαστικές γιορτές «τα Υψώματα» τις χαιρότανε από καρδιά με ευχές με τραπεζιτικά τραγούδια, με πίτες γεμισμένες με τυρί και πνιγμένες στο βούτυρο και με κρασιά γερά από τα Φρυδαίϊκα και τα χώματα της Μακραράχης.
Θα θυμηθεί επίσης και θα γυρίσει πίσω σε χρόνια περασμένα, χρόνια παλιά και θα ‘ρθούνε στη μνήμη του, κάποιο στοιχειό ή φάντασμα, τα πρώτα παιχνίδια της παιδικής του ηλικίας, ο καυτερός ήλιος του καλοκαιριού, τα πρωτοβρόχια, τα δρολάπια και οι βαρυχειμωνιές. Η φαντασία του θα πετάξει στις Λούτσες, τα Κοσκινάδια και τα Στρειβάδια. Θα ακούσει μέσα του λαγαροκούδονο και λαγαρόκυπρο και θα θυμηθεί τη στρούγκα, το σκάρο το στάλο, το γρέκι και το τσαρδάκι. Θα πετάξει πάνω από Ζύγρες και Κακαβάκια και θα ‘ρθούνε στη μνήμη του τα παραμύθια για φαντάσματα και για νεράϊδες που του έλεγε η βαβά του.
Δυστυχώς όλες αυτές οι καλές μέρες πέρασαν και είναι για τον καθένα μας ευχάριστες αναμνήσεις και μνήμες ζωντανές χαραγμένες βαθιά με νοσταλγία στη καρδιά μας.
Τώρα το χωριό μας και ιδιαίτερα το χειμώνα παρουσιάζει τη εικόνα του έρημου σπιτιού που έχασε την αίσθηση της ανθρώπινης παρουσίας, απαραίτητης σαν τα θεμέλια, σαν τα αγκωνάρια του. ,
Τα περισσότερα σπίτια μόλις φύγουν οι καλοκαιρινοί επισκέπτες μένουν δίχως το συγχρωτισμό, δίχως το ζεστό τους χνώτο και στέκονται μαραζωμένα σαν άνθρωποι που τους χτύπησε χτικιό.
Τα παραθύρια μένουν σφιχτομανταλωμένα. Λίγα τζάκια μονάχα καπνίζουν και βγάζουν καπνό «Ανωθρώσκοντα» στον καταγάλανο ουρανό και είναι ο καπνός αυτός μνήμη της νοσταλγίας.
Δεν ακούς τραγούδια νέου και πολύ σπάνια κλάμα μικρού παιδιού.
Τα κυπριά και τα κουδούνια από τα κοπάδια βουβάθηκαν και η γαλήνη σταλιάζει στις καφετιές στέγες και στα κρύα παχνιά των βοδιών. Οι πόρτες από τα μανδριά και τα χαγιάτια χάσκουν σα στόματα που διηγούνται το πόνο της ανελέητης μοναξιάς.
Σβήνουν τώρα ξωπίσω όλοι οι ήχοι ενός Πατριαρχικού σπιτιού και χάνονται πίσω από τα βήματα του οι ήχοι των παραμυθιών και η μυρουδιά των σπιτικών γλυκών.
Άλλαξαν οι καιροί και τίποτε δεν μπορεί να φέρει πίσω την καρδιά της Μανιάς που μάζευε στην ποδιά της έναν κόσμο ολάκερο, με τα παραμύθια και τα καλούδια της.
Μόνο οι βρύσες θα τρέχουν ασταμάτητες απάνω στο χωριό και το νερό θα τραγουδάει τις ανοιξιάτικες νύχτες στις πέτρινες γούρνες.
Τα αηδόνια και τα κοτσύφια θα λαλούν στα βατορέματα και το φεγγάρι θα σεριανίζει νωχελικά στη Ζυγοπλαγιά, το Ρουστάνι, το Γρεκάκι και το Τσουγκρί. Όσο θα τρέχει το νερό στις βρύσες του χωριού, θα ξυπνούν οι νεράϊδες «καλότυχες» θα λούζονται στα γάργαρα νερά, θα στήνουν το χορό τους στ’ αλώνια της Ράχης και του Λειβαδάκι και θα τρυπώνουν με το λάλημα του μαυροκόκορα στις Ζύγρες και τα Κακαβάκια.
Εμείς τα πιστά και αφοσιωμένα παιδιά του, πρέπει να διατηρήσουμε άσβηστη μέσα μας τη θύμηση και την φλόγα της μνήμης του, ακοίμητη την νοσταλγία μας, που θα την κάνουμε πραγματικότητα σφιχταγκαλιάζοντας με την παρουσία το χωριό μας, χειμώνα καλοκαίρι, γιατί η κάθε εποχή έχει το χρώμα και τη χάρη της στη (Βούνιστα) Ελληνόκαστρο.
Εκτελούμε έτσι ένα υπέρτατο και βαρύ χρέος που έχουμε στους προγόνους μας που αναπαύονται στην αγκαλιά και το ζεστό χώμα. Και που γένηκαν πουλιά, δέντρα, αέρας, καθόμαστε στον ίσκιο τους, αισθανόμαστε τη παρουσία τους και αναπνέουμε το χνώτο τους.
Χαρίλαος Νικολού Κωλέττας